ῥεῖθρον
31καλλίρρειθρος — καλλίρρειθρος, ον (Μ) καλλιρέεθρος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + ῥεῑθρον (< ῥέω)] …
32κατάρρειθρον — κατάρρειθρον, τὸ (Α) καλυμμένος οχετός νερού. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ρεῖθρον (< ρέω)] …
33λευκόρειθρος — λευκόρειθρος, ον (Μ) αυτός που έχει λευκά ρείθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο) * + ῥεῖθρον «ρυάκι»] …
34ομόρρειθρος — ὁμόρρειθρος, ον (ΑΜ) αυτός που υδρεύεται από το ίδιο ρείθρο, από το ίδιο ρυάκι ή από τον ίδιο ποταμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ῥεῖθρον (< ῥέω), πρβλ. εύ ρειθρος] …
35ρειθρώδης — ῶδες, Α [ρεῑθρον] (για ποταμό) αυτός που έχει άφθονο νερό, που ρέει ορμητικά …
36σπιλάς — (I) άδος, ἡ, Α 1. παράκτιος ή παρόχθιος βράχος διαβρωμένος από το νερό (α. «ῥεῑθρον ἀπὸ σπιλάδων», Θεόκρ. β. «νῆάς γε ποτὶ σπιλάδεσσιν ἔαξαν κύματα», Ομ. Οδ.) 2. πέτρα, πλάκα («κατ ἄκρας σπιλάδος», Σοφ.) 3. κοίλος βράχος, σπήλαιο 4. ως επίθ.… …
37συνεπισπώ — άω, ΜΑ έλκω προς το μέρος μου μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ἵππος...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῑθρον», Πλούτ.) μσν. μτφ. εξεμώ, ξερνώ πολλά μαζί αρχ. μέσ. συνεπισπῶμαι, άομαι α) συμπαρασύρω μαζί μου στην καταστροφή («καὶ τοὺς φίλους… …
38χερσώνω — χερσῶ, όω, ΝΜΑ [χέρσος] (το παθ.) χερσώνομαι και χερσοῡμαι, όομαι (για τόπο) γίνομαι χέρσος, γίνομαι ξερός, άφορος και άγονος (α. «ο κόσμος έχει φύγει τ αμπέλια έχουν χερσωθεί» β. «γῆν καταλαβὼν κεχερσωμένην», Πλούτ. γ. «τὸ χερσωθὲν ἔδαφος»,… …
39χρυσόρρειθρος — και χρυσόρειθρος, ον, Μ αυτός που έχει χρυσά ρείθρα («χρυσόρρειθρος Πακτωλός», Μιχ. Ακομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ρρειθρος (< ῥεῖθρον)] …
40ωκυρέεθρος — ον, ΜΑ ὠκύρ(ρ)οος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «γρήγορος» + ρεεθρος (< ῥέεθρον / ῥεῖθρον < ῥέω] …