ῥεῖθρον
21наводьнитисѧ — НАВОДЬН|ИТИСѦ (9), ЮСѦ, ИТЬСѦ гл. Наполниться, заполниться большим количеством воды: и преидоша Стугну рѣку. бѣ бо наводниласѧ велми тогда. ЛЛ 1377, 73 (1093); еретриiаны изимавъше живы ѿведоша елиспонтьскому же мосту не ѹтвердившюсѧ. вѣтръ… …
22ALPHEUS — I. ALPHEUS Latin. millesinus, vel doctus, vel dux, Pater Iacobi Apostoli Matth. c. 10. v. 3. Marc. c. 2. v. 14. Luc. c. 6. v. 15. II. ALPHEUS fluv. Elidis, Arcadiae civitatis, iuxta Pisas decurrens, qui longô cursu, receptis interea aliquot… …
23HIMERA — I. HIMERA Siciliae Graeca urbs, Stesichori poetae patria, ad Thermas urb. et Himeram fluv. quem veteres per summum errorem putavêrunt eundem esse, et ex eodem fonte oriri cum altero Himera, nunc Salso, qui in Mer. fluit inter Gelam, et Agrigentum …
24TANAIS — I. TANAIS incolis Don, fluv. Sarmatiae Europaeae notissimus et maximus, illam ab Asia disterminans, in Moscorum finibus oriens, et in meridiem oblique decurrens, ac in Moeoticam paludem magnâ vi aquarum influens. Silus Scythis dicitur, teste… …
25-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …
26έρρειθρος — ἔρρειθρος, ον (Α) αυτός που σχηματίζει ρείθρο, που διοχετεύεται με ρείθρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ρείθρον] …
27αειρέεθρος — ἀειρέεθρος, ον (Μ) όποιος αέναα, διαρκώς ρέει (πρβλ. αέναος). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + ῥέεθρον, συνηρ. ῥεῖθρον (ρεύμα, ροή ποταμού) < ῥέω] …
28επιθολώ — ἐπιθολῶ, όω (AM) 1. καθιστώ κάτι θολό ή σκοτεινό, θολώνω, μαυρίζω («ἐπιθολώσει τὸ ῥεῖθρον τῷ φόνῳ τῶν Φρυγῶν», Λουκιαν.) 2. μτφ. θολώνω, επισκοτίζω, διαταράσσω («ἐπιθολοῦν τὴν φιλίαν», Πλούτ.) …
29ευρυρέεθρος — εὐρυρέεθρος, ον (Α) αυτός που έχει ευρύ ρείθρο, πλατιά κοίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + ρέεθρον «ρείθρον»] …
30εύρειθρος — εὔρειθρος, ον (Α) (για ποταμό) αυτός που ρέει ωραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρείθρον (< ρέω)] …