ῥευστός
1ῥευστός — in a state of flux masc nom sg …
2ρευστός — ή, ό / ῥευστός, ή, όν, ΝΑ 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να ρέει, που δεν έχει σταθερό σχήμα ή όγκο 2. μτφ. ασταθής, ευμετάβλητος («η κατάσταση στις μέρες μας είναι ρευστή») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το ρευστό α) φυσ. συνοπτική ονομασία τών… …
3ρευστός — ή, ό 1. αυτός που δεν έχει σταθερό σχήμα, αυτός που μπορεί να ρέει: Το νερό είναι ρευστό. 2. μτφ., ασταθής: Η πολιτική κατάσταση στη χώρα είναι ακόμη ρευστή. – Έχει ρευστό χαρακτήρα. 3. το ουδ. ως ουσ., ρευστό, το σώμα του οποίου τα μόρια έχουν… …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
4ῥευστά — ῥευστός in a state of flux neut nom/voc/acc pl ῥευστά̱ , ῥευστός in a state of flux fem nom/voc/acc dual ῥευστά̱ , ῥευστός in a state of flux fem nom/voc sg (doric aeolic) …
5ῥευστῶν — ῥευστός in a state of flux fem gen pl ῥευστός in a state of flux masc/neut gen pl …
6ῥευστόν — ῥευστός in a state of flux masc acc sg ῥευστός in a state of flux neut nom/voc/acc sg …
7αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …
8ῥευσταῖς — ῥευστός in a state of flux fem dat pl …
9ῥευστοῖο — ῥευστός in a state of flux masc/neut gen sg (epic) …
10ῥευστοῖς — ῥευστός in a state of flux masc/neut dat pl …