ῥεμβ-ώδης
1καρφώδης — καρφώδης, ῶδες (Α) ο γεμάτος κάρφη, ο γεμάτος άχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + ώδης (πρβλ. ρεμβ ώδης, χα ώδης)] …
1καρφώδης — καρφώδης, ῶδες (Α) ο γεμάτος κάρφη, ο γεμάτος άχυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + ώδης (πρβλ. ρεμβ ώδης, χα ώδης)] …