ῥαχία
1ῥαχία — ῥᾱχίᾱ , ῥαχία flood tide fem nom/voc/acc dual ῥᾱχίᾱ , ῥαχία flood tide fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2ῥαχίᾳ — ῥᾱχίαι , ῥαχία flood tide fem nom/voc pl ῥᾱχίᾱͅ , ῥαχία flood tide fem dat sg (attic doric aeolic) …
3ραχία — (I) και ιων. τ. ῥηχίη, ἡ, Α 1. η θάλασσα που φουσκώνει και σπάει στην ακτή (α. «ῥηχίη δ ἐν αὐτῷ καὶ ἄμπωτις ἀνὰ πᾱσαν ἡμέρην γίνεται», Ηρόδ. β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῡ Περσικοῡ πάθεος γενέσθαι», Ηρόδ) …
4ῥηχίαι — ῥαχία flood tide fem nom/voc pl (ionic) ῥηχίᾱͅ , ῥαχία flood tide fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …
5ῥηχίη — ῥαχία flood tide fem nom/voc sg (epic ionic) …
6ῥηχίην — ῥαχία flood tide fem acc sg (epic ionic) …
7ῥηχίης — ῥαχία flood tide fem gen sg (epic ionic) …
8ῥηχίῃ — ῥαχία flood tide fem dat sg (epic ionic) …
9ῥηχίῃσι — ῥαχία flood tide fem dat pl (epic ionic) …
10ῥηχίῃσιν — ῥαχία flood tide fem dat pl (epic ionic) …