ῥαφ

  • 1λινορραφής — λινορραφής, ές (Α) 1. ραμμένος με νήμα από λινάρι 2. αυτός ο οποίος κατασκευάζει δίχτια («λινορραφεῑς ἁλιῆες», Νόνν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ραφής (< θ. ραφ , πρβλ. ραφ ή), πρβλ. δολο ρραφής, πολυ ρραφής] …

    Dictionary of Greek

  • 2ραφή — η / ῥαφή, ΝΜΑ 1. το να ράβει κανείς κάτι, να συνενώνει ράβοντας με κλωστή, το ράψιμο (α. «κοπή και ραφή στρατιωτικών στολών β. «τμήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή, στην οποία συνδέονται με ράψιμο κομμάτια υφάσματος …

    Dictionary of Greek

  • 3άκανος — ἄκανος, ο (Α) 1. είδος αγκαθιού 2. η αγκαθωτή κορφή μερικών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται ετυμολογικά στη ρίζα *ακ «μυτερός», από όπου με μια σειρά ερρίνων επιθημάτων παρήχθησαν λέξεις, όπως ἄκαινα*, ἀκόνη* ἄκων, ἀκόντιον*, που συνδέονται όλες… …

    Dictionary of Greek

  • 4κλίβανος — Ονομασία διαφόρων κλειστών συσκευών, στο εσωτερικό των οποίων δημιουργείται θερμότητα. Οι κ., η χρήση των οποίων είναι γνωστή από παλιά, χρησιμοποιούνται σε μεγάλη έκταση και για ποικίλους σκοπούς. Η παλαιότερη και απλούστερη μορφή κ. είναι ο… …

    Dictionary of Greek

  • 5λαχείο — το 1. τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο, αφού γίνει κλήρωση αριθμημένων δελτίων λαχνών, όσοι έχουν δελτίο λαχνό που φέρει τον αριθμό ο οποίος κληρώθηκε κερδίζουν ορισμένα χρηματικά ποσά ή διάφορα αντικείμενα 2. συνεκδ. το αριθμημένο δελτίο με το… …

    Dictionary of Greek

  • 6λουστικά — τα το ποσό που καταβάλλεται για πλύσιμο σε δημόσια λουτρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ (πρβ. ἔ λουσ α, αόρ. τού λούω) + κατάλ. τικά, που δηλώνει ποσό πληρωμής (πρβλ. ραφ τικά)] …

    Dictionary of Greek

  • 7λύτρα — η αυτή που λυτρώνει, που ελευθερώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυ τού λύω + κατάλ. τρα (πρβλ. δουλεύ τρα, ράφ τρα)] …

    Dictionary of Greek

  • 8μιτορραφής — μιτορραφής, ές (Α) (για δίχτυ) πλεγμένος ή ραμμένος με κλωστές. [ΕΤΥΜΟΛ. < μίτος + ρραφής (< θ. ραφ , πρβλ. ραφή), πρβλ. λινο ρραφής] …

    Dictionary of Greek

  • 9μοδίστρα — και μοδίστα, η αυτή που κάνει κοπτική και ραπτική γυναικείων ενδυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μοδίστα < γαλλ. modiste (< mode «μόδα» < λατ. modus «τρόπος») Το ρ τού μοδίστρα αναλογικά προς το ράφ τρα] …

    Dictionary of Greek

  • 10νεορραφής — νεορραφής, ές (Α) αυτός που ράφτηκε πρόσφατα, νεοραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + ρραφής (< θ. ραφ τού ῥάπτω, πρβλ. ραφή), πρβλ. πολυ ρραφής] …

    Dictionary of Greek