1ῥαφιδεύς — masc nom sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
2ραφιδεύς — ὁ, θηλ. ῥαφίδεια, Α ο ράφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, ίδος + κατάλ. εύς (πρβλ. γραφ εύς)] …
Dictionary of Greek
3ραφίδεια — ἡ, Α βλ. ῥαφιδεύς …
Dictionary of Greek