ῥακτήριος
1ρακτήριος — α, ον, Α 1. ο κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για να χτυπήσει κανείς κάτι («ῥακτήρια κέντρα», Σοφ.) 2. αυτός που προκαλεί δυνατό ήχο, θορυβώδης («μέλη βοῶν ἄναυλα καὶ ῥακτήρια», Σοφ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥακτήριον ὄρχησίς τις» β) «ῥακτήρια… …
2ῥακτήριον — ῥακτήριος fit for striking with masc acc sg ῥακτήριος fit for striking with neut nom/voc/acc sg …
3ῥακτηρίοις — ῥακτήριος fit for striking with masc/neut dat pl …
4ῥακτήρια — ῥακτήριος fit for striking with neut nom/voc/acc pl …
5ῥακτήριαι — ῥακτήριος fit for striking with fem nom/voc pl …