ῥαιστήρ
1ῥαιστήρ — smasher masc nom sg …
2ραιστήρ — ῆρος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που συντρίβει, συνθλίβει κάτι, δηλ. η σφύρα, το σφυρί 2. καταστροφέας, εξολοθρευτής («δαλὸν μεγάρων ῥαιστῆρα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαίω* «συνθλίβω, καταστρέφω» (πρβλ. μέλλ. ῥαίσω) + επίθημα τήρ (πρβλ. οικισ τήρ). Το θηλυκό …
3ῥαιστῆρα — ῥαιστήρ smasher masc acc sg …
4ῥαιστῆρας — ῥαιστήρ smasher masc acc pl …
5ῥαιστῆρες — ῥαιστήρ smasher masc nom/voc pl …
6ῥαιστῆρι — ῥαιστήρ smasher masc dat sg …
7ῥαιστῆρος — ῥαιστήρ smasher masc gen sg …
8ῥαιστῆρσι — ῥαιστήρ smasher masc dat pl …
9ῥαιστῆρσιν — ῥαιστήρ smasher masc dat pl …
10ῥαιστήρων — ῥαιστήρ smasher masc gen pl …
Страницы
- 1
- 2