ῥαθάσσω
1ραθάσσω — Α (κατά τον Ησύχ. και τον Φώτ.) (το παθ.) ῥαθάσσομαι α) ραίνομαι β) «πλήττομαι». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥαθάμιγξ] …
2ῥαθασσόμενοι — ῥαθάσσω pres part mp masc nom/voc pl …
3ραθάμιγξ — ιγγος, ἡ, Α 1. σταγόνα, σταλαγματιά 2. (για στερεό) κάθε διασκορπισμένο μόριο, κόκκος, σπυρί («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», Ομ. Ιλ.) 3. κηλίδα, στίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε ιγξ (πρβλ.… …