ῥαθαπυγίζω
1ραθαπυγίζω — και ῥοθοπυγίζω Α χτυπώ κάποιον με την παλάμη μου ή με τα πόδια μου στα οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. λ. (σχηματισμένη πιθ. με συλλαβική ανομοίωση από αμάρτυρο τ. *ῥαθαγοπυγίζω) τής οποίας το α συνθετικό είναι ο εκφραστικός τ. άγνωστης… …
2ράθαγος — ὁ, Α 1. θόρυβος, κρότος 2. (κυρίως) ο ήχος τών κουπιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ῥαθαπυγίζω] …
3ροθοπυγίζω — Α βλ. ῥαθαπυγίζω …
4ῥαθαπυγίζειν — ῥαθαπῡγίζειν , ῥαθαπυγίζω give one a slap on the buttocks pres inf act (attic epic) …
5ῥαθαπυγίζων — ῥαθαπῡγίζων , ῥαθαπυγίζω give one a slap on the buttocks pres part act masc nom sg …