ῥαθάμιγξ
1ῥαθάμιγξ — drop fem nom/voc sg …
2ραθάμιγξ — ιγγος, ἡ, Α 1. σταγόνα, σταλαγματιά 2. (για στερεό) κάθε διασκορπισμένο μόριο, κόκκος, σπυρί («ἡνίοχον κονίης ῥαθάμιγγες ἔβαλλον», Ομ. Ιλ.) 3. κηλίδα, στίγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για εκφραστικό σχηματισμό σε ιγξ (πρβλ.… …
3ῥαθάμιγγα — ῥαθάμιγξ drop fem acc sg …
4ῥαθάμιγγας — ῥαθάμιγξ drop fem acc pl …
5ῥαθάμιγγες — ῥαθάμιγξ drop fem nom/voc pl …
6ῥαθάμιγγι — ῥαθάμιγξ drop fem dat sg …
7ῥαθάμιγγος — ῥαθάμιγξ drop fem gen sg …
8ῥαθάμιγξι — ῥαθάμιγξ drop fem dat pl …
9ευραθάμιγξ — εὐραθάμιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που στάζει πολύ, ο κάθυγρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ραθάμιγξ «σταγόνα»] …
10εϋρραθάμιγξ — ἐϋρραθάμιγξ, ὁ, ἡ (Α) (για οίνο) με ωραίες σταγόνες, με ωραίες σταλαγματιές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ραθάμιγξ «σταγόνα»] …
- 1
- 2