ῥαβδ-οῦχος

  • 1καρδιούχος — καρδιοῡχος, ὁ (Μ) αυτός που έχει καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + οῦχος (< ἔχω), πρβλ. αξιωματ ούχος, ραβδ ούχος] …

    Dictionary of Greek