1ρίπημα — ήματος, τὸ, Α η ριπή, η ορμητική κίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < Άλλος τ. τού ῥιπή, κατά τα ουδ. σε ημα από συνηρημένα ρ. σε ῶ / άω] …
Dictionary of Greek
2ῥιπήματι — ῥίπημα neut dat sg …
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)