ῥήττω
1ρήττω — Α (αττ. τ.) βλ. ῥήσσω (Ι) …
2ῥήττω — ῥήσσω strike pres subj act 1st sg (attic) ῥήσσω strike pres ind act 1st sg (attic) …
3ρήσσω — (I) και αττ. τ. ρήττω Α ιων. τ. ρήγνυμι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. σχηματισμένος από το θ. ῥηκ τού αορ. ἔρρηξα τού ῥήγνυμι, με επίθημα jω (*ρήκ jω > ρήσσω), πρβλ. πήγνυμι: πήσσω]. (II) Α ιων. τ. βλ. ῥάσσω …
4ՊԱՅԹՈՒՑԱՆԵՄ — (ուցի.) NBH 2 0592 Chronological Sequence: Early classical, 12c ն. ῤήττω, διαρήσσω rumpo, disrumpo. որ եւ ՊԱՅԹԵՄ. ՊԱՅԹԵՑՈՒՑԱՆԵՄ. Պատառել պարպատմամբ. Ճայթեցուցանել. հերձուլ շառաչմամբ. երգիծուցանել. ճաթեցնել, ճղքել. փաթլաթմագ. *Պայթուսցէ զնոսա… …