ῥήτορες δ

  • 71Αθηνά — I Μία από τις θεότητες του ελληνικού Δωδεκάθεου. Προερχόταν από αρχαϊκή θεότητα του κρητομυκηναϊκού πολιτισμού που προστάτευε τα ανάκτορα φρούρια, χαρακτηριστικά της εποχής αυτής. Τότε την παρίσταναν με ένα οπλοφόρο ξόανο, το ονομαζόμενο Παλλάδιο …

    Dictionary of Greek

  • 72Αίσωπος — I (7ος αι. π.Χ.). Συγγραφέας, ο θεωρούμενος πατέρας της μυθογραφίας. Οι πληροφορίες για τη ζωή του είναι αβέβαιες· προέρχονται από μια μυθιστορηματική βιογραφική παράδοση –την οποία συνόδευαν και μύθοι– που τοποθετείται στον 6ο αι. π.Χ.… …

    Dictionary of Greek

  • 73Αντίπατρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Μακεδόνας (400 – 319 π.Χ.). Στρατηγός, γιος του Ιόλλα. Το 346, ο Φίλιππος B’ του ανέθεσε τις διαπραγματεύσεις ειρήνης με την Αθήνα και κατόπιν την αρχηγία του πολέμου εναντίον της Θράκης. Μετά τη μάχη της… …

    Dictionary of Greek

  • 74Αντιφών — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. ο Αθηναίος (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Αθηναίος σοφιστής. Για τη ζωή του δεν υπάρχουν συγκεκριμένες πληροφορίες και αναφέρεται κυρίως από τον Ξενοφώντα. Από το έργο του διασώζονται μόνο αποσπάσματα. Αναφέρονται ως έργα… …

    Dictionary of Greek

  • 75Βουλαία — Λατρευτική επίκληση της θεάς Αθηνάς από τους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι απέδιδαν στη θεά πολλές φροντίδες με ανάλογες σε αυτές ονομασίες. Μία ακόμη ιδιότητα ήταν και της Β., που φρόντιζε και προστάτευε τη βουλή της πόλης εμπνέοντας ρήτορες και… …

    Dictionary of Greek

  • 76Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. π.Χ.). Επιφανής γραμματικός της Αλεξάνδρειας που επονομάστηκε Χαλκέντερος για το πλήθος των έργων που έγραψε (υπολογίζονται σε 3.500 τόμους). Οι πραγματείες του ήταν κριτικοερμηνευτικές και λεξικογραφικές, αναφέρονταν στη σωστή χρήση της …

    Dictionary of Greek

  • 77Δούκας, Νεόφυτος — (Άνω Σουδενά Ζαγορίου 1760 – Αθήνα 1845). Διδάσκαλος του Γένους. Χειροτονήθηκε ιερέας σε νεαρή ηλικία και έλαβε τη στοιχειώδη μόρφωση στο σχολείο του Μετσόβου. Αργότερα, εγκαταστάθηκε στο Βουκουρέστι (1786) και μαθήτευσε κοντά στον δάσκαλο Λάμπρο …

    Dictionary of Greek

  • 78Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …

    Dictionary of Greek

  • 79Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …

    Dictionary of Greek

  • 80Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …

    Dictionary of Greek