ῥήτορες δ

  • 61πλάση — η / πλάσις, εως, ΝΜΑ [πλάσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πλάθω, σχηματισμός, διαμόρφωση, πλάσιμο νεοελλ. 1. το σύνολο τών όντων που, κατά τη θρησκεία, δημιουργήθηκαν από τον θεό, η κτίση, το σύμπαν 2. στον πληθ. οι πλάσεις (ποιητ.) τα… …

    Dictionary of Greek

  • 62πυρίγλωσσος — ον, Μ (για τον Ησαΐα, αλλά και για ρήτορες) αυτός που έχει γλώσσα που καίει σαν τη φωτιά, αυτός που ξεστομίζει φλογερά λόγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + γλωσσος (< γλῶσσα), πρβλ. κυνό γλωσσος] …

    Dictionary of Greek

  • 63ρητορική — Η τέχνη της ρητορείας στον προφορικό και γραπτό λόγο και, με ειδικότερη έννοια, η τέχνη της «πειθούς», την οποία εισήγαγαν οι σοφιστές. Άνθησε στην αρχαία Ελλάδα κατά τον 5o αι. π.X. με τον Θρασύμαχο τον Χαλκηδόνιο, τον οποίο απαθανάτισε ο Πλάτων …

    Dictionary of Greek

  • 64ρητορόμυκτος — ὁ, Α αυτός που χλευάζει τους ρήτορες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥήτωρ, ορος + μυκτος (< μύζω «χλευάζω», πρβλ. μυκτηρίζω)] …

    Dictionary of Greek

  • 65συμπλάσσω — και αττ. τ. συμπλάττω Α [πλάσσω] 1. διαπλάθω, δίνω μορφή («γαίης γὰρ σύμπλασσε περικλυτὸς Ἀμφιγυήεις παρθένῳ αἰδοίῃ ἴκελον», Ησίοδ.) 2. προσποιούμαι, υποκρίνομαι 3. (ιδίως για ρήτορες ή συγγραφείς) συμφωνώ στη δημιουργία πλαστής υπόθεσης («ὃ… …

    Dictionary of Greek

  • 66σχολαστικός — ή, ό / σχολαστικός, ή, όν, ΝΜΑ, και σκολαστικός, ή, ό, Ν νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παιδεία και στις αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν στις εκκλησιαστικές σχολές και στα μοναστήρια τής Δύσης κατά τον Μεσαίωνα («σχολαστική παιδεία») 2 …

    Dictionary of Greek

  • 67υπόσχεση — η / ὑπόσχεσις, έσεως, ΝΜΑ η διαβεβαίωση ότι θα κάνει κάποιος κάτι, το να αναλαμβάνει κανείς την υποχρέωση να κάνει κάτι (α. «μού έδωσε πολλές υποσχέσεις αλλά δεν τίς τήρησε» β. «πρὶν ἢ τὴν ὑπόσχεσιν ἔργον σοι γενέσθαι», Λουκιαν. γ. «ἐγὼ δ ἂν οὐ… …

    Dictionary of Greek

  • 68φιλορήτωρ — και δ. γρφ. φιλορρήτωρ, ορος, ὁ, Α αυτός που αγαπά την ρητορική τέχνη ή τους ρήτορες. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ῥήτωρ] …

    Dictionary of Greek

  • 69φωνικός — ή, όν, ΜΑ [φωνή] αυτός που έχει και παράγει φωνή, φωνήεις* αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ φωνικοί οι ρήτορες …

    Dictionary of Greek

  • 70Αγριππείον — Αρχαίο οικοδόμημα, η οικοδόμηση του οποίου οφείλεται στον Ρωμαίο Μάρκο Βιψάνιο Αγρίππα. Βρισκόταν στον Κεραμεικό της Αθήνας, χωρίς να είναι γνωστή η ακριβής τοποθεσία του. Ήταν ένα είδος θεάτρου, όπου οι διάφοροι ρήτορες εκφωνούσαν δοκιμαστικά… …

    Dictionary of Greek