ῥήτορες δ

  • 41εισπέμπω — εἰσπέμπω και ἐσπέμπω (Α) 1. στέλνω μέσα ή κάπου 2. στέλνω κάποιον σε κάποιον άλλο εκ μέρους μου 3. (για ρήτορες) στέλνω στο δικαστήριο, δίνω οδηγίες …

    Dictionary of Greek

  • 42εξέδρα — η (Α ἐξέδρα) [έδρα] νεοελλ. 1. ξύλινο ή μετάλλινο κατασκεύασμα πάνω από τη θάλασσα που συνδέεται με την ξηρά και χρησιμεύει ως διάδρομος ή αποβάθρα 2. ξύλινο κατασκεύασμα που στηρίζεται σε μικρούς στύλους για να παρακολουθούν οι θεατές τελετές ή… …

    Dictionary of Greek

  • 43θαυματοποιία — η (Α θαυματοποιία) [θαυματοποιός] το έργο τού θαυματοποιού, το να κάνει κάποιος θαύματα («ἡ θαυματοποιία και αἱ ἄλλαι πολλαὶ τοιαῦται μηχαναί», Πλάτ.) αρχ. 1. (για ρήτορες) η τάση προς το θαυμάσιο 2. θαυμάσιο έργο, θαύμα …

    Dictionary of Greek

  • 44θεοφανής — I (1ος αι. π.Χ.). Ιστορικός από τη Μυτιλήνη. Παρακολούθησε τις εκστρατείες του Πομπήιου και τις περιέγραψε, συγκρίνοντάς τις με εκείνες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Αυτό κολάκευσε τον Πομπήιο, που τον αναγόρευσε, το 61 π.Χ., Ρωμαίο πολίτη. Στον… …

    Dictionary of Greek

  • 45ιουλιανός — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Ι. Σάλβιος (Julianus Salvius, 100; – 170 μ.Χ.). Ρωμαίος νομοδιδάσκαλος. Γεννήθηκε στο Αδραμμύτιο και ήταν παππούς του αυτοκράτορα Μάρκου Διδίου Σάλβιου Ιουλιανού. Αφού υπηρέτησε σε διάφορα αξιώματα,… …

    Dictionary of Greek

  • 46κακοτεχνία — η (AM κακοτεχνία) [κακότεχνος] νεοελλ. μσν. κακή εκτέλεση, άτεχνη εργασία, ατεχνία μσν. αρχ. κακό τέχνασμα, μηχανορραφία, δόλος αρχ. 1. (για ρήτορες) κακή τέχνη, διαφθορά, κατάπτωση τής τέχνης («ἡδονὰς καὶ κακοτεχνίας εἰσάγων», Στράβ.) 2. πληθ.… …

    Dictionary of Greek

  • 47κολοιός — ο (Α κολοιός) η καλοιακούδα (α. «πολλοί κολοιοί υψώθησαν πετώντες», Καλλιγ. β. «χὠ κολοιὸς οὑτοσὶ ἄνω κέχηνεν ὡσπερεὶ δεικνὺς τί μοι», Αριστοφ.) αρχ. παροιμ. α) «πολλοί... σφε κατακρώζουσι κολοιοί» για δημοκόπους και αναιδείς ρήτορες (Αριστοφ.)… …

    Dictionary of Greek

  • 48κυλίω — (AM κυλίω) κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαι πέφτω προς τα κάτω κυλώντας 2. φρ …

    Dictionary of Greek

  • 49λαρυγγίζω — (AM λαρυγγίζω) [λάρυγξ] νεοελλ. μσν. μιλώ με τον λάρυγγα, βγάζω λαρυγγική φωνή μσν. αγορεύω, εκφωνώ (μσν. αρχ.) φωνάζω δυνατά αρχ. 1. (για πτηνά) κρώζω 2. κάνω κάποιον να σταματήσει να φωνάζει, φωνάζοντάς του δυνατότερα («λαρυγγιῶ τοὺς ῤήτορας»… …

    Dictionary of Greek

  • 50μιαίνω — (ΑΜ μιαίνω) 1. (ιδίως με αίμα) κηλιδώνω, λερώνω, βρομίζω (α. «μίανε τα χέρια του με το αίμα τού δολοφονημένου» β. «τοὺς τῶν θεών βωμοὺς αἵματι μιαίνειν», Πλάτ.) 2. μτφ. ρυπαίνω, σπιλώνω, μολύνω κάποιον ηθικά («εὔφημον ἦμαρ οὐ πρέπει κακαγγέλῳ… …

    Dictionary of Greek