ῥήτορες δ

  • 31αναδίπλωση — (Λογ.).Ρητορικό σχήμα σύμφωνα με το οποίο μια περίοδος ή πρόταση αρχίζει με την ίδια λέξη ή φράση, στην οποία τελειώνει η αμέσως προηγούμενή της. Το σχήμα αυτό χρησιμοποιείται κυρίως από τους τραγικούς ποιητές και από τους ρήτορες, επειδή… …

    Dictionary of Greek

  • 32αποκτείνω — (AM ἀποκτείνω κ. κτέννω, Α κ. κταίνω, κτείνυμι, κτίννυμι, κτιννύω) φονεύω, θανατώνω αρχ. 1. καταδικάζω σε θάνατο, επιβάλλω θανατική ποινή 2. (για τους ρήτορες) κάνω να καταδικαστεί σε θάνατο κάποιος 3. (για δήμιο) εκτελώ θανατική ποινή 4.… …

    Dictionary of Greek

  • 33ασελγής — ές (AM ἀσελγής, ές) ο ακόλαστος, ο λάγνος αρχ. ο αδιάντροπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η υπόθεση, κατά την οποία η λ. ασελγής αποτελεί βοιωτικό δάνειο < *αθελγής («τρελός») < θέλγω «αποβλακώνω μαγεύω», όπου το α πιθ. συνεσταλμένη βαθμίδα… …

    Dictionary of Greek

  • 34αυξάνω — και αυξαίνω και αξαίνω και αύξω (AM αὐξάνω και αὔξω, Μ και αὐξαίνω και ἀξαίνω) 1. (μτβ.) μεγαλώνω κάτι, το κάνω περισσότερο από όσο ήταν, το πολλαπλασιάζω 2. (αμτβ. με σημ. μέσ.) γίνομαι περισσότερος ή μεγαλύτερος, πληθαίνω, πολλαπλασιάζομαι αρχ …

    Dictionary of Greek

  • 35γρίφος — Δυσνόητη και ακατάληπτη φράση. Οι γ. συντάσσονται με λέξεις, αριθμούς, σχέδια και γράμματα. Πολλές φορές μάλιστα ένας γ. μπορεί να χρησιμοποιήσει πολλά από τα στοιχεία αυτά μαζί. Ανάμεσα σε εικόνες μπορούν να παρεμβληθούν γράμματα, συλλαβές ή και …

    Dictionary of Greek

  • 36δέκα — Άκλιτο, απόλυτο αριθμητικό (10). δέκα . Πρώτο συνθετικό λέξεων, που χρησιμοποιείται για τον σχηματισμό πολλαπλών μονάδων, των οποίων η πολλαπλότητα είναι ίση με 10. Συμβολίζεται διεθνώς με da (π.χ. 1 dam = 10 μ.). Στην οργανική χημεία, ως πρώτο… …

    Dictionary of Greek

  • 37δίλημμα — Σύνθετος συλλογισμός που περιέχει δύο αντιθετικές προτάσεις· θέση αμηχανίας στην οποία βρίσκεται κανείς προκειμένου να επιλέξει μεταξύ δύο αποφάσεων· απορία που οδηγεί σε δύο αντίθετες απόψεις ή λύσεις· η δυσχέρεια επιλογής μεταξύ ενός ζεύγους… …

    Dictionary of Greek

  • 38δεκάδα — η (AM δεκάς) [δέκα] 1. ο αριθμός που αποτελείται από δέκα μονάδες 2. ομάδα δέκα ατόμων νεοελλ. σύνολο δέκα ομοειδών αντικειμένων αρχ. 1. παρέα, συντροφιά 2. το ένα δέκατο, η δεκάτη 3. φρ. «ἡ ἀττική δεκάς» οι δέκα αττικοί ρήτορες 4. φρ. «Λύκου… …

    Dictionary of Greek

  • 39διαθέτω — (AM διατίθημι, Μ και διαθέτω) 1. τοποθετώ, διευθετώ, τακτοποιώ πράγματα με ορισμένη τάξη 2. έχω κάτι στην κατοχή μου και μπορώ σε κάθε στιγμή να τό χρησιμοποιήσω όπως θέλω 3. εκθέτω κάτι για πώληση 4. θέτω σε ενέργεια, χρησιμοποιώ (γνωριμίες,… …

    Dictionary of Greek

  • 40δοκιμασία — η (AM δοκιμασία) [δοκιμάζω] εξέταση, έλεγχος, έρευνα για έγκριση μσν. νεοελλ. 1. δοκιμή, απόπειρα 2. ταλαιπωρία, βάσανο νεοελλ. 1. φρ. «γραπταί δοκιμασίαι» εξετάσεις για να κριθεί η κατάταξη, προαγωγή, απόλυση μαθητών 2. «ηπατικές δοκιμασίες»… …

    Dictionary of Greek