ῥήτορες δ

  • 101Τιμοκλής — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αθηναίος κωμικός ποιητής, που έζησε τον 4o αι. π.Χ. Έγραψε κυρίως παρωδίες τραγικών υποθέσεων, όπου σατίριζε πολλούς γνωστούς συμπολίτες του καθώς και ποιητές και ρήτορες. Από τα έργα του δεν σώθηκαν παρά μόνο… …

    Dictionary of Greek

  • 102Τορτελιέ — (Tortelier). Γάλλος αναρχοσυνδικαλιστής του δεύτερου μισού του 19ου αι. Το 1888 πήρε μέρος στο διεθνές συνέδριο του Λονδίνου ως αντιπρόσωπος του συνδικάτου των εργατών ξύλου του Σηκουάνα. Υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορες και… …

    Dictionary of Greek

  • 103Τσάτσος, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1899 – 1987). Aκαδημαϊκός, πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας από το 1975 έως το 1980. Σπούδασε νομικά και πολιτικές επιστήμες στα πανεπιστήμια της Αθήνας και της Χαϊδελβέργης. Το 1930 αναγορεύθηκε διδάκτορας του Πανεπιστημίου της Αθήνας.… …

    Dictionary of Greek

  • 104Τυπάλδος — Επώνυμο ευγενούς οικογένειας της Κεφαλονιάς, που καταγόταν από τη Ρώμη και εγκαταστάθηκε στο νησί τον 8o αι. Από τον 15o αι. πολλά μέλη της οικογένειας αυτής, που διαιρέθηκε σε πολυάριθμους κλάδους, άρχισαν να καταλαμβάνουν ανώτατα δημόσια… …

    Dictionary of Greek

  • 105Φαβρ, Ζιλ-Γκαμπριέλ-Κλοντ — (Favre, Λιόν 1809 – Βερσαλλίες 1890). Δημοκρατικός βουλευτής από το 1848 έως το 1851, ήταν ένας από τους λαμπρότερους ρήτορες της Συντακτικής και της Νομοθετικής Συνέλευσης. Ανήκε στην Αντιπολίτευση σε όλη τη διάρκεια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας… …

    Dictionary of Greek

  • 106Χάρκουρτ, σερ Ουίλιαμ - Τζορτζ- Γκράνβιλ - Βέρνον — (Harcourt, 1827 – 1904). Άγγλος πολιτικός. Το 1866 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής της Οξφόρδης και μετά από μια διετία διορίστηκε καθηγητής του διεθνούς δικαίου στο πανεπιστήμιο του Καίμπριτς. Το 1873 έγινε γενικός εισαγγελέας και μετά από μια… …

    Dictionary of Greek

  • 107Αντιφώντας — ο ένας από τους πρώτους ρήτορες της Αθήνας …

    Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)