ῥήθείς
1ῥηθείς — ἐρῶ verbum aor part pass masc nom/voc sg ῥέομαι flow aor part mp masc nom/voc sg …
2SARACENI — populi Arabiae, Agareni, et Ismaelitae quoque dicti, quod ab Agare et Ismaele descenderint: quamvis a Chasluim, uno ex Caini posteris, originem illorum quidam arcessant. A voce Arabica, quae vagum et latronem denotat. Saeculô 5. primum… …
3καταρρηθέντες — καταρρηθέντες, οι (Α) οι κατάδικοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥηθείς (μτχ. τού παθ. αόρ. ἐρρήθην τοὺ ρ. εἴρω [II] «λέγω, ομιλώ»)] …
4νομή — (Νομ.). Η κατοχή (φυσική εξουσίαση) του πράγματος όταν συντρέχει με τη θέληση του εξουσιάζοντος να έχει το πράγμα αυτό δικό του. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι απαραίτητες και αποτελούν το σωματικό (corpus) και το πνευματικό (animus) στοιχείο… …
5Μπαλάνος, Κοσμάς — (Ιωάννινα 1731 – 1808). Λόγιος κληρικός και δάσκαλος. Γιος του Βασιλόπουλου Μπαλάνου (βλ. λ. Βασιλόπουλος, Μπαλάνος), ο Μ. διδάχτηκε τα κοινά και τα εγκύκλια γράμματα από τον ίδιο τον πατέρα του. Σταδιοδρόμησε ως δάσκαλος σε κωμοπόλεις της… …
6φλυαρηθείς — φλυᾱρηθείς , φλυαρέω talk nonsense aor part pass masc nom/voc sg …