ῥέπω

  • 111αρρεψία — ἀρρεψία, η (Α) 1. η έλλειψη ροπής προς κάτι 2. η ψυχική ηρεμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + (θ.) ρεψ (ρέπω)] …

    Dictionary of Greek

  • 112εισφέρω — (AM εἰσφέρω) 1. φέρνω, τοποθετώ μέσα 2. συνεισφέρω, παρέχω και εγώ κάτι («χρήματα πρὸς τὸν πόλεμον εἰσενεγκεῑν τοὺς πολίτας», Πλούτ.) νεοελλ. βοηθώ, συντελώ μσν. 1. παρουσιάζω, απεικονίζω 2. ρέπω, κλίνω σε κάτι αρχ. 1. εισέρχομαι 2. (στην Αθήνα)… …

    Dictionary of Greek

  • 113εναποκλίνω — ἐναποκλίνω (Α) 1. κλίνω, γέρνω, ακουμπώ πάνω σε κάτι 2. ρέπω, έχω ροπή για κάτι …

    Dictionary of Greek

  • 114επεγκλίνω — ἐπεγκλίνω (Α) 1. κλίνω, ρέπω, στρέφω προς κάτι 2. φρ. «ἐγκλινω τὸν νοῡν» προσέχω …

    Dictionary of Greek

  • 115επικλίνω — ἐπικλίνω (AM) μσν. επιδοκιμάζω, συγκατανεύω αρχ. 1. προσδίδω επικλινή θέση 2. κατευθύνω σε κάτι 2. ενεργώ ώστε κάτι να πάρει μια ορισμένη κατεύθυνση 3. στηρίζω κάτι πάνω σε κάτι άλλο, ακουμπώ 4. (για πόρτα) κλείνω 5. βρίσκομαι σε επικλινή θέση,… …

    Dictionary of Greek

  • 116επιρρέπω — ἐπιρρέπω (Α) [ρέπω] 1. τείνω, πλησιάζω κάτι («ἡμῑν δ’ αἰπὺς ὄλεθρος ἐπιρρέπῃ», Ομ. Ιλ.) 2. απρόσ. ἐπιρρέπει πέφτει στον κλήρο κάποιου, τυχαίνει, λαχαίνει 3. έχω έμφυτη κλίση για κάτι 4. (μτβ.) δίνω κλίση σε κάτι, κάνω κάτι να γείρει 5. στέλνω… …

    Dictionary of Greek

  • 117ετεροκλινώ — ἑτεροκλινῶ, έω (Α) [ετεροκλινής] κλίνω ή ρέπω προς το ένα μέρος …

    Dictionary of Greek

  • 118ετερορρεπής — ές (ΑΜ ἑτερορρεπής, ές) αυτός που ρέπει, κλίνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινής αρχ. 1. αυτός που κλίνει εξίσου προς το ένα ή το άλλο μέρος, ο αμερόληπτος, ο δίκαιος («Ζεὺς ἑτερορρεπής, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2 …

    Dictionary of Greek

  • 119ετερορρεπώ — ἑτερορρεπῶ, έω και ἑτερορροπῶ, έω (Α) [ετερορρεπής] ρέπω, κλίνω προς το άλλο μέρος …

    Dictionary of Greek

  • 120ετοιμόρροπος — η, ο (Μ ἑτοιμόρροπος, ον) αυτός που έχει κλίση προς τα κάτω και είναι έτοιμος να πέσει («ετοιμόρροπο κτήριο») νεοελλ. μτφ. 1. (γενικά) ο έτοιμος να χρεωκοπήσει ή να διαλυθεί («ετοιμόρροπο κράτος, ετοιμόρροπη επιχείρηση») 2. (για ανθρώπους) ο… …

    Dictionary of Greek