ῥέπω

  • 101αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …

    Dictionary of Greek

  • 102ακολασταίνω — ἀκολασταίνω (Α) είμαι ακόλαστος, ρέπω σε ακολασίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκόλαστος. ΠΑΡ. αρχ. ἀκολάστημα] …

    Dictionary of Greek

  • 103αμφίρροπος — η, ο (Α ἀμφίρροπος, ον) 1. αυτός που κλίνει και προς τα δύο μέρη 2. αμφίβολος, αβέβαιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ροπος < ροπὴ < ρέπω πρβλ. και αμφιρρεπής] …

    Dictionary of Greek

  • 104αμφιέπω — ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α) 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. πιέζω δυνατά 4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω 5. παρασκευάζω, ετοιμάζω 6. απονέμω τιμή ή σεβασμό 7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω 8. συχνάζω 9. περιποιούμαι,… …

    Dictionary of Greek

  • 105αμφιρρέπω — γέρνω από δω κι από κει, αμφιταλαντεύομαι, διστάζω να αποφασίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + ρέπω. ΠΑΡ. νεοελλ. αμφιρρέπεια. Η λ. απαντά για πρώτη φορά στον Ιω. Σκυλίτση] …

    Dictionary of Greek

  • 106αμφιρρεπής — ές (Μ ἀμφιρρεπής) 1. αυτός που ρέπει, που κλίνει και προς τα δύο μέρη, ο αμφίρροπος 2. (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) τὸ ἀμφιρρεπές αμφίβολο, διφορούμενο 3. (το επίρρημα στη φράση) «ἀμφιρρεπῶς ἔχω» είμαι αμφίρροπος, αμφίβολος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + …

    Dictionary of Greek

  • 107αντιρρέπω — ἀντιρρέπω (Α) 1. ρέπω προς το αντίθετο μέρος 2. ισορροπώ …

    Dictionary of Greek

  • 108αποκλίνω — (AM ἀποκλίνω) 1. κλίνω, γέρνω προς μια κατεύθυνση 2. παρουσιάζω κλίση προς τα πλάγια 3. ρέπω προς κάτι, έχω κλίση για κάτι νεοελλ. 1. ξεφεύγω από το κανονικό 2. ναυτ. εκτρέπω πλοίο από την πορεία του αρχ. μσν. φεύγω αρχ. 1. κάνω να κλίνει προς… …

    Dictionary of Greek

  • 109αποχαλινώνω — (Α ἀποχαλινῶ, όω) 1. αφήνω κάποιον τελείως ελεύθερο, ασύδοτο 2. ( ομαι κ. ούμαι) εκτραχηλίζομαι, ρέπω στην ακολασία αρχ. αφαιρώ το χαλινάρι …

    Dictionary of Greek

  • 110αρρεπής — ἀρρεπής, ές (AM) ο ακλόνητος, ο σταθερός αρχ. 1. (για πλάστιγγα) αυτός που δεν κλίνει ούτε προς το ένα ούτε προς το άλλο μέρος 2. μτφ. αυτός που δεν έχει καμιά σημασία ή βαρύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρεπής < ρέπω (πρβλ. αμφιρρεπής,… …

    Dictionary of Greek