ῥέπει

  • 1ῥέπει — ῥέπω turn the scale pres ind mp 2nd sg ῥέπω turn the scale pres ind act 3rd sg …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ρέπω — ῥέπω ΝΑ 1. κλίνω προς μια ορισμένη κατεύθυνση 2. (ιδίως για πλάστιγγα) γέρνω προς τα κάτω («τὸ μὲν κάτω ρέπον ἐν τοῑς ζυγοῑς βαρύ τὸ δὲ ἄνω κοῡφον», Πλάτ.) 3. μτφ. έχω τάση, έχω έφεση πρός κάτι (α. «ρέπει προς την ακολασία» β. «ῥέπουσι πρὸς τὴν… …

    Dictionary of Greek

  • 3Papyrus 49 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 49 …

    Deutsch Wikipedia

  • 4MUSCUS — apud Hieronym. ad Iovinian. l. 2. Odoris autem suavitas et diversa thymiamata et amomum et cyphi et oenanthe et Muscus et peregrini muris pellicula: est Graecorum μόσχος, Latine etiam hinc moschus, qui per se odoramentum facit idque… …

    Hofmann J. Lexicon universale

  • 5έκφυλος — η, ο (AM ἔκφυλος, ον) Ι. νεοελλ. 1. αυτός που έχει αλλοιωμένη φυσική, πνευματική ή ηθική ατομικότητα («πνευματικά ἔκφυλος») 2. αυτός που πάσχει από διαστροφή τού σεξουαλικού ενστίκτου, που ρέπει στην παρά φύση ασέλγεια 3. ο ηθικά διεφθαρμένος,… …

    Dictionary of Greek

  • 6αισθηματολογικός — ή, ό [αισθηματολογία] 1. αυτός που αναφέρεται σε αισθηματολογία 2. αυτός που ρέπει σε αισθηματολογίες …

    Dictionary of Greek

  • 7αλήτης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Οικιστής της Κορίνθου, αρχηγός των Δωριέων που κατέλαβαν την πόλη από τους Σισυφίδες, και κατά μία παράδοση απόγονος των Φοινίκων μυθικών ηρώων που ονομάζονταν Τιτάνες ή Αλήται. Ήταν γιος του Ιππότη, τρισέγγονου του …

    Dictionary of Greek

  • 8αλαζονικός — ή, ό (Α ἀλαζονικός, ή, όν) [ἀλαζών] αυτός που ρέπει στην αλαζονεία, φαντασμένος, καυχησιάρης νεοελλ. (για πράγματα ή καταστάσεις) αυτός που ταιριάζει σε αλαζόνα, ο υπεροπτικός αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀλαζονικόν η αλαζονεία* …

    Dictionary of Greek

  • 9αμαρτωλός — ή, ό (AM ἁμαρτωλός, όν) 1. αυτός που παραβαίνει τον ηθικό νόμο, τις θείες εντολές, που διαπράττει αμάρτημα ή αδίκημα 2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) με την ίδια σημασία νεοελλ. 1. αυτός που ρέπει προς την αμαρτία 2. το θηλ. ως ουσ. η αμαρτωλή… …

    Dictionary of Greek

  • 10αμιλλητήριος — ἁμιλλητήριος, α, ον (AM) [ἁμιλλητήρ] αυτός που είναι σχετικός με την άμιλλα ή ρέπει προς την άμιλλα, ο αγωνιστικός 2. φιλόνικος, εριστικός …

    Dictionary of Greek