ῥέμβος
1ῥεμβός — roaming masc/fem nom sg …
2ῥέμβος — roving masc nom sg …
3ρέμβος — ὁ, Α η ρέμβη, η άσκοπη περιπλάνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. ῥέμβομαι] …
4ρεμβός — όν, θηλ. και ῥεμβάς, άδος, Α αυτός που τριγυρίζει εδώ κι εκεί, που περιπλανιέται άσκοπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. ῥέμβομαι. Ο τ. ῥεμβάς με την κατάλ. τών θηλ. άς, άδος. Παρλλ. προς το ῥεμδός απαντά και το επίθ. ῥεμβώδης, επεκταμένο με κατάλ …
5ῥεμβόν — ῥεμβός roaming masc/fem acc sg ῥεμβός roaming neut nom/voc/acc sg …
6ῥέμβω — ῥέμβος roving masc nom/voc/acc dual ῥέμβος roving masc gen sg (doric aeolic) …
7ῥεμβοί — ῥεμβός roaming masc/fem nom/voc pl …
8ῥεμβούς — ῥεμβός roaming masc/fem acc pl …
9ῥέμβον — ῥέμβος roving masc acc sg …
10ῥέμβους — ῥέμβος roving masc acc pl …
Страницы
- 1
- 2