ῥέγχω
1ρέγχω — ῥέγχω ΝΜΑ, και ῥέγκω ΜΑ ροχαλίζω (α. «εἰς τὴν κοίλην τοῡ πλοίου καὶ ἐκάθενδε καὶ ἔρρεγχε», ΠΔ β. «καὶ ῥέγχει καθεύδων», Αριστοτ.) μσν. αρχ. μτφ. (για την ψυχή) κοιμάμαι βαριά, βρίσκομαι σε κατάσταση αναισθησίας και αδιαφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ.… …
2ῥέγχω — ῥέγκω snore pres subj act 1st sg ῥέγκω snore pres ind act 1st sg …
3ρογκιώ — άω, Α ρέγχω* < ροχαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥογκ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. ῥέγκω / ῥέγχω* + κατάλ. ιῶ τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια (πρβλ. ναντ ιῶ)] …
4ρογχάζω — ῥογχάζω ΝΑ ρέγχω, ροχαλίζω αρχ. ῥυκανῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ῥογχ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. ῥέγχω* + ρηματ. κατάλ. άζω] …
5ρύγχος — το / ῥύγχος, ΝΜΑ το πρόσθιο μέρος του κεφαλιού ορισμένων ζώων, το οποίο προεξέχει και περιλαμβάνει κυρίως τη μύτη και το στόμα («ῥιζοφάγον δὲ μάλιστα ἡ ὗς ἐστι τῶν ζῶων, διὰ τὸ εὖ πεφυκέναι τὸ ῥύγχος πρὸς τὴν ἐργασίαν ταύτην», Αριστοτ.) νεοελλ. 1 …
6παραρρέγχω — Α ροχαλίζω δίπλα σε κάποιον ή συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ῥέγχω «ροχαλίζω»] …
7ρέγκω — Α βλ. ῥέγχω …
8ρέγξις — εως, ἡ, Α [ῥέγχω] ρεγχασμός, ροχαλητό …
9ρέγχος — και ῥέγκος, τὸ, Α ροχαλητό, ρεγχασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ῥέγχος / ῥέγκος συνδέονται με το ρ. ῥέγχω* / ῥέγκω] …
10ρέχα — η, Ν [ρέγχω] βλεννώδης ύλη τών βρόγχων ή τών πνευμόνων, το φλέγμα …