ῖδος
1ίδος — ἶδος, τὸ (Α) 1. ιδρώτας 2. θερμότητα 3. καύσωνας. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες τού Ησυχίου εἶδος καῡμα και ἠεῑδος πνῑγος οδηγούν στην αναγωγή τής λ. σε IE *sweidos «ιδρώτας» > *Fεῑδος > *ἷδος, με ιωτακισμό κατ επίδραση τού συγγενούς σημασιολογικά τ …
2ίδος — fem nom sg ιδος women s apartments fem nom sg …
3ἶδος — sweat neut nom/voc/acc sg …
4πεμφίς — ίδος, ή, ῑδος, ἡ, Α η πέμφιγα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέμφιξ, κατά τα θηλυκά σε ίς, ίδος, εφόσον δεν πρόκειται για εσφαλμένη γρφ.] …
5προκνίς — ῑδος ή πρόκνις ή πρόκρις, ιδος, ἡ, Α είδος ξηρού σύκου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα προκ τού περκνός* με ανώμαλο φωνηεντισμό ο , έρρινο επίθημα ν και κατάλ. ίς, ῑδος] …
6πτάκις — ιδος ή πτακίς, ίδος, ἡ, Α (ποιητ. τ.) (ως ανώμαλος τ. θηλ. τού πτάξ) η δειλή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτάκα, αιτ. του αμάρτυρου *πτάξ (βλ. λ. πτώξ) + επίθημα ις, ιδος (πρβλ. πτέρ ις)] …
7Πελασγίς — ίδος και Πελασγιάς, άδος, ή, Α 1. Πελασγική 2. προσωνυμία τής Ήρας, στη Σάμο και στη Θεσσαλία, καθώς και τής Δήμητρος στο Άργος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πελασγός + επίθημα ίς, ίδος] …
8Πηγασίς — ίδος, ἡ, Α η πηγή που ανάβλυσε στον Κιθαιρώνα από την οπλή τού Πηγάσου, η Ιπποκρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πήγασος + επίθημα ίς, ίδος] …
9Πλαταιίς — ίδος, ἡ, Α η γη, η χώρα τών Πλαταιών («χώραν τὴν Πλαταιίδα», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πλαταιαί + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. Μηλ ίς)] …
10Προποντίς — ίδος, η, ΝΑ, και Προποντίδα Ν εσωτερική θάλασσα που χωρίζει την ασιατική από την ευρωπαϊκή ήπειρο και η οποία συνδέεται βορειοανατολικά μέσω τού Βοσπόρου με τον Εύξεινο Πόντο, και νοτιοδυτικά, μέσω τών Δαρδανελλίων, με το Αιγαίο Πέλαγος και που,… …