ῖδος
91σκηνίς — ίδος, ἡ, Α αίθουσα σε μεγάλο πλοίο («ναῡς οὐ χρυσοφόροις σκηνίσιν... ἠσκημένας», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. θαμν ίς)] …
92σκομβρίς — ίδος, ἡ, Α (υποκορ. τ.) μικρός σκόμβρος, μικρό σκουμπρί. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόμβρος «σκουμπρί» + επίθημα ίς, ίδος] …
93σκορπίς — ίδος, ἡ, Α θαλάσσιο ψάρι, πιθανόν είδος μικρού σκορπιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + επίθημα ίς, ίδος] …
94σκυτίς — ίδος, ἡ, Α υποκορ. δερμάτινο περίαπτο, φυλαχτό («τοῡ Σαράπιδος τὸ ὄνομα ἐγγεγραμμένον λεπίδι χαλκῇ περὶ τὸν τράχηλον δεδέσθαι ὥσπερ σκυτίδα», Αρτεμίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …
95σοφίς — ίδος, ἡ, Μ μάγισσα, γόησσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σοφός + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. αἰχμαλωτ ίς)] …
96σπαθίς — ίδος, η, ΝΑ σπάτουλα αρχ. πυκνά υφασμένο ένδυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπάθη + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …
97σπλαγχνίς — ίδος, ἡ, και τ. πληθ. οφλαγχνίδες, αί, Α (κυρίως στον πληθ.) αἱ σπλαγχνίδες και σφλαγχνίδες τα εντόσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπλάγχνα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. δακτυλ ίς)] …
98σταλίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «κάμαξ ἤ χάραξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού στάλ ιξ* με επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. κλῃ ίς / κλείς)] …
99σταλακτίς — ίδος, ἡ, Α αυτή που σταλάζει, που αφήνει να πέσουν σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλακτός + επίθημα ίς, ίδος] …
100σταφυλίς — ίδος, ἡ, Α 1. σταφύλι 2. ιατρ. εξογκωμένη σταφυλή, κιονίδα 3. (κατά τον Ησύχ.) «γαργαρεών». [ΕΤΥΜΟΛ. < σταφυλή + επίθημα ίς, ίδος] …