ῖδος
71πυρσουρίς — ίδος, ἡ, ΜΑ το πυρσούριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρσουρός + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …
72ραμφίς — ίδος, ἡ, Α 1. κυρτό άγκιστρο 2. (κατά τον Ησύχ.) «νεὼς εἶδος». [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάμφος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κορων ίς)] …
73ριζίς — ίδος, ή, Α (ποιητ. τ.) η ρίζα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. θαμν ίς)] …
74ριπίς — ίδος, ἡ, Α είδος ψάθας, ῥίψ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίψ, ῥιπός «ψάθα» + κατάλ. ίς, ίδος] …
75ροδίς — ίδος, ἡ, Α παστίλια κατασκευασμένη με συστατικά από ρόδα, από τριαντάφυλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥόδον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς)] …
76ρυμίς — ίδος, ή, ΜΑ υποκορ. τού ρύμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥύμη «στενή οδός» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …
77σαγίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) πήρα, δισάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγή + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …
78σαμβαλουχίς — ίδος, ἡ, Α σαμβαλούχη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάμβαλον, αιολ. τ. τού σάνδαλον + ουχίς (< οῦχος* + κατάλ. ίς, ίδος)] …
79σανδαλίς — ίδος, ἡ, Α είδος φοίνικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάνδαλον + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. οριγαν ίς)] …
80σαπερδίς — ίδος, ἡ, Α πιθ. ο σαπέρδης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαπέρδης + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. κληματ ίς)] …