ῖδος

  • 21παξαμίς — ίδος, ἡ, Α παξαμάς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παξαμᾶς + επίθημα ίς, ίδος] …

    Dictionary of Greek

  • 22παράδειπνις — ιδος, ὁ, ἡ, Α (κατά τον Εύβουλ.) «παράσιτος, ἀλλοτρίων κτεάνων». [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δεῖπνον + επίθημα ις, ιδος] …

    Dictionary of Greek

  • 23παραγραφίς — ίδος, ἡ, Α είδος γραφίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + γραφίς, ίδος] …

    Dictionary of Greek

  • 24παραδρομίς — ίδος, ἡ, Α τόπος αναψυχής, τόπος στον οποίον ανασαίνει κανείς καθαρό αέρα, περίπατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δρόμος + επίθημα ις, ίδος] …

    Dictionary of Greek

  • 25παρακερκίς — ίδος, ἡ, ΜΑ μσν. πλάγιο οστό σε παθολογικές περιπτώσεις αρχ. το μικρό οστό τής κνήμης, η περόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κερκίς, ίδος «οστό τής κνήμης»] …

    Dictionary of Greek

  • 26παραξιφίς — ίδος, ἡ, ΜΑ μικρό μαχαίρι το οποίο έφεραν δίπλα στο ξίφος («ξίφη... φοροῡσιν ἔχοντες σπιθαμαίας παραξιφίδας», Διόδ.) αρχ. στον πληθ. Παραξιφίδες τίτλος βιβλίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ξίφος + επίθημα ίς, ίδος] …

    Dictionary of Greek

  • 27παραστιχίς — ίδος, ἡ, Α 1. (ιδίως για σύντομα ποιήματα ή στίχους) ό,τι είναι γραμμένο παραπλεύρως, στο πλάι, η ακροστιχίδα 2. (για μαγική συνταγή) ξόρκι, ξόρκισμα, εξορκισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + στίχος + επίθημα ίς, ίδος] …

    Dictionary of Greek

  • 28παραστροφίς — ίδος, ἡ, Α η παρυφή, το κράσπεδο, η ούγια. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραστροφή + επίθημα ίς, ίδος] …

    Dictionary of Greek

  • 29παραφυλλίς — ίδος, ἡ, ΜΑ τρυφερός βλαστός δέντρου, παραφυάδα, και ιδίως παραβλάστημα κλήματος, βλαβερό στο κύριο στέλεχος τού φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράφυλλον + επίθημα ίς, ίδος] …

    Dictionary of Greek

  • 30παρτομίς — ίδος, ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) μικρό βιβλίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τόμος + κατάλ. ίς, ίδος] …

    Dictionary of Greek