ῖδος

  • 121τανυκρήπις — ιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ αυτός που έχει ψηλή βάση, ψηλό υπόβαθρο μσν. αυτός που φορεί μεγάλα ή ψηλά υποδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τανυ τού ρ. τάνυμαι* «τεντώνομαι» + κρηπίς, ῖδος «υπόβαθρο»] …

    Dictionary of Greek

  • 122ταραντινίς — ίδος, ἡ, Α μικρό προσκέφαλο, μαξιλαράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταραντῖνον + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 123τερμινθίς — ίδος, ἡ, Α ιδιότυπο θηλ. τού επιθ. τερμίνθινος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέρμινθος «είδος φυτού» + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. καλαμ ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 124τεταρτημορίς — ίδος, ἡ, Α το ένα τέταρτο ενός όλου, το τεταρτημόριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεταρτημόριον + επίθημα ίς, ίδος] …

    Dictionary of Greek

  • 125τετρακιονίς — ίδος, ή, κατ άλλους, τετρακιόνις, όνιδος, ἡ, Μ τάφος αγίου με τέσσερεις κίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρακίων, ονος «αυτός που έχει τέσσερεις κίονες» + κατάλ. ίς, ίδος] …

    Dictionary of Greek

  • 126τζαγγίς — ίδος, ἡ, Α τζάγγη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τζάγγη «είδος υποδήματος» + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 127τιτυρίς — ίδος, ἡ, Α κριάρι ή τράγος που προπορεύεται σε ένα κοπάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τίτυρος + επίθημα ίς, ίδος (πρβλ. Τιταν ίς)] …

    Dictionary of Greek

  • 128τοκίς — ίδος, ἡ, Α πιθ. τοκάς (Ι)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. βολ ίς] …

    Dictionary of Greek