ῆος

  • 31χυτλώ — όω, Α [χύτλον] 1. αλείφω με νερό και λάδι μετά το λουτρό («δῶκεν δὲ χρυσέῃ ἐν ληκύθῳ ὑγρὸν ἔλαιον, ἧος χυτλώσαιτο σὺν ἀμφιπόλοισι γυναιξίν», Ομ. Οδ.) 2. πλένω, λούζω 3. (με αιτ.) ξεπλένω, καθαρίζω («ῥόον... ᾧ κε τόκοιο λύματα χυτλώσαιτο», Καλλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 32ψιλήτης — και ψιλίτης, ου, ὁ, Μ στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος («τοὺς γυμνῆτας ὠνόμασαν οἷς ὁμόστιχοι καὶ οἱ κοινῶς μὲν ψιλοί, κοινότερον δὲ ψιλῆται», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ψιλής*, ῆος, με κατάλ. της*, ενώ ο τ. ψιλῖται κατά το ὁπλίται] …

    Dictionary of Greek