ῆος

  • 21νομεύς — νομεύς, έως, ιων. γεν. ῆος, ὁ (Α) βλ. νομέας (Ι) …

    Dictionary of Greek

  • 22οικεύς — οἰκεύς, έως και ιων. τ. γεν. ῆος και Fοικεύς, ὁ, θηλ. Fοικέα (Α) 1. αυτός που ζει μέσα στο σπίτι, στην οικογένεια, ο άνθρωπος τού σπιτιού («μὴ φίλους οἰκῆας ἐγείροι», Ομ. Ιλ.) 2. υπηρέτης, δούλος, οικέτης* («οἰκεύς τις ὅσπερ ἵκετ ἐκσωθεὶς μόνος» …

    Dictionary of Greek

  • 23οιχαλιεύς — οἰχαλιεύς, έως και επικ. γεν. ήος, ὁ (Α) [Οιχαλία] αυτός που κατάγεται από την Οιχαλία ή αυτός που κατοικεί στην Οιχαλία («οἵ τ ἔχον Οἰχαλίην, πόλιν Εὐρύτου Οἰχαλιῆος», Ομ. Ιλ.) …

    Dictionary of Greek

  • 24ουρεύς — (I) οὐρεύς, ῆος, ὁ (Α) ιων. τ. σκοπός, φύλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὖρος (Ι) «φύλακας» + επίθημα εύς]. (II) οὐρεύς, ὁ (Α) ιων. τ. βλ. ορεύς …

    Dictionary of Greek

  • 25οχεύς — ο (Α ὀχεύς, έως και επικ. τ. ῆος) καθετί που χρησιμεύει για να συγκρατείται ή να στερεώνεται κάτι αρχ. 1. ταινία, ιμάντας που συνέχει και συσφίγγει την περικεφαλαία κάτω από το σαγόνι 2. μοχλός ασφάλειας στο εσωτερικό πόρτας, σύρτης 3. στον πληθ …

    Dictionary of Greek

  • 26πήλειος — εία, ον και πηλήϊος, ηΐη, ον, Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Πηλέα («δόμον Πηλήϊον εἴσπω», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Πηλεύς, εος / ῆος + επίθημα ιος (πρβλ. Ηράκλειος)] …

    Dictionary of Greek

  • 27πορθμεύς — έως, ΜΑ, ιων. γεν. ῆος, ὁ Α βλ. πορθμέας …

    Dictionary of Greek

  • 28φονιάς — Ονομασία 2 μικρών νησιών. 1. Νησί του Κορινθιακού κόλπου, μπροστά στο δυτικό στόμιο του κόλπου της Δομβραίνας. 2. Νησί του νότιου Ευβοϊκού, το οποίο ανήκει στη νησιώτικη συστάδα που βρίσκεται μπροστά στον όρμο των Στύρων και κοντά στο ακρωτήριο… …

    Dictionary of Greek

  • 29φορέας — ο / φορεύς, έως, ΝΑ, και ιων. τ. γεν. ῆος Α νεοελλ. 1. αυτός που φέρει, έχει ή μεταδίδει κάτι (α. «φορέας επαναστατικών ιδεών» β. «φορέας μικροβίων») 2. τεχνολ. κατασκευή, συσκευή ή μηχανισμός που φέρει ωφέλιμο φορτίο ή αναδέχεται δυνάμεις, όπως… …

    Dictionary of Greek

  • 30χριστόπολις — εως και ηος, ἡ, Α εκκλ. η πόλη τού Χριστού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χριστός + πόλις] …

    Dictionary of Greek