ῆος

  • 11Περσείος — εία, ον και Περσήϊος, ηΐη, ον Α αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Περσέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Περσεύς, έος / ῆος + κατάλ. ιος] …

    Dictionary of Greek

  • 12Περσηΐς — Αρχαία πόλη της δυτικής Μακεδονίας στην περιοχή της Παιονίας, σε μικρή απόσταση από τους Στόβους. Το όνομά της δόθηκε το 183 π.Χ. από τον ιδρυτή της, βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο E΄, που θέλησε έτσι να τιμήσει τον γιο του Περσέα, τελευταίο… …

    Dictionary of Greek

  • 13Πηλεΐδης — και Πηληϊάδης Α ο καταγόμενος από τον Πηλέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πηλεύς, έος / ῆος + πατρωνυμική κατάλ. ίδης / ιάδης (πρβλ. Πριαμ ίδης)] …

    Dictionary of Greek

  • 14Πηλεύς — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αίγυπτο και μαρτύρησε στη φωτιά μαζί με το συμπατριώτη του Νείλο. Η μνήμη του τιμάται στις 17 Σεπτεμβρίου. * * * έως, ο, ΝΜΑ, και Πηλέας Ν, και επικ. τ, γεν. ήος ή έος και αττ. αιτ. ή, Α… …

    Dictionary of Greek

  • 15αΐτας — ἀίτας, ο (θηλ. ἀῑτις, ιδος) (Α) (λέξη τής δωρικής διαλέκτου που στον Θεόκριτο, 12, 14, εμφανίζεται με τον τύπο αἴτης, ο) 1. ο νέος που αγαπιέται, ο ερωμένος, σε αντίθεση προς το εἰσπνήλας ή εἴσπνηλος (= αυτός που αγαπά, ο ερωτευμένος, ο ερών) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 16αιγιαλεύς — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Σικυώνας, ο πρώτος αυτόχθων Έλληνας βασιλιάς. Έζησε γύρω στο 1700 π.Χ. Ο γιος του –ή γιος του αδελφού του Φορωνέα, βασιλιά του Άργους– Εύρως, υπήρξε παππούς του Άπη, που υπέταξε ολόκληρη την Πελοπόννησο …

    Dictionary of Greek

  • 17ενηής — ἐνηής, ές (Α) 1. (για πρόσωπα αλλά και για αφηρημ. ιδιότητες ή έννοιες) ευπροσήγορος, ευμενής, πράος, αγαθός («τοῡ δὴ ἑταῑρον ἔπεφνες ἐνηέα τε κρατερόν τε», Ομ. Ιλ.) 2. (για αστέρι) ευοίωνος, ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για… …

    Dictionary of Greek

  • 18ηνιοχεύς — ἡνιοχεύς, έως, επικ. γεν. ήος, ὁ (Α) 1. ηνίοχος («υπό δ έστρεφον ηνιοχήες», Ομ. Ιλ.) 2. ο αστερισμός τού ηνιόχου. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ποιητ. τ. τού ηνίοχος] …

    Dictionary of Greek

  • 19ηπεροπεύς — ἠπεροπεύς, ( έως), επικ. γεν. ῆος, ό, θηλ. ἠπεροπηΐς (Α) ηπεροπευτής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικός σχηματισμός από το ηπεροπεύω, το οποίο στην περίπτωση αυτή προέρχεται από αμάρτυρο *ηπέροψ που είναι ανερμήνευτο] …

    Dictionary of Greek

  • 20μαχανεύς — μαχανεύς, ῆος και, έως, ὁ (Α) 1. προσωνυμία τού Διός στην Κω, στην Τανάγρα και στο Άργος 2. ονομασία μήνα στην Κέρκυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μᾱχᾱνᾱ, δωρ. τ. τού μηχανή, + επίθημα εύς] …

    Dictionary of Greek