ᾶμαρτία
1ἁμαρτία — ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc/acc dual ἁμαρτίᾱ , ἁμαρτία a failure fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …
2αμαρτία — Παραβίαση θρησκευτικού κανόνα, που συνεπάγεται ποινή ή εξιλέωση ιερού χαρακτήρα. Αυτή η αντίληψη για την α. μπορεί να περιλάβει είτε παραβιάσεις απαγορεύσεων και παραλείψεις στην άψογη εφαρμογή των θρησκευτικών τύπων, χωρίς κανενός είδους ηθικό… …
3ἁμαρτίᾳ — ἁμαρτίαι , ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) …
4αμαρτία — η 1. η παράβαση του ηθικού ή θεϊκού νόμου: Πήγα στον πνευματικό και εξομολογήθηκα τις αμαρτίες μου. 2. κρίμα, άδικο: Είναι αμαρτία να χάσουμε κι αυτή την ευκαιρία. 3. φρ., «Aυτός είναι παλιά αμαρτία», για άνθρωπο που γέρασε στη διαφθορά …
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
5ἁμάρτια — ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl …
6ἁμαρτίας — ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem acc pl ἁμαρτίᾱς , ἁμαρτία a failure fem gen sg (attic doric aeolic) …
7ἁμαρτίαι — ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) …
8θἀμάρτια — ἁμάρτια , ἁμάρτημα failure neut nom/voc/acc pl ἁμάρτια , ἁμάρτιον neut nom/voc/acc pl …
9ἁμαρτίαν — ἁμαρτίᾱν , ἁμαρτία a failure fem acc sg (attic doric aeolic) …
10ἁμαρτιῶν — ἁμαρτία a failure fem gen pl …