ᾶμαρτία
91καθαρμός — Το σύνολο των πράξεων με τις οποίες επιδιώκεται η απαλλαγή του ανθρώπου (όπως επίσης των ζώων και των αντικειμένων) από ακάθαρτα στοιχεία και πνεύματα ή από την ενοχή και την αμαρτία· η κάθαρση. Η λέξη αναφέρθηκε για πρώτη φορά ως τίτλος επικού… …
92κατάχρεος — η, ο (Α κατάχρεος, ον και κατάχρεως, ων) αυτός που βαρύνεται από πολλά χρέη, αυτός που χρωστά πολλά, καταχρεωμένος, πηγμένος στα χρέη («πολλοὶ δὲ καὶ τῶν ἀπόρων καὶ καταχρέων ἄσμενοι τὴν μεταβολὴν προσεδέξαντο», Διόδ.) αρχ. 1. (το ουδ. πληθ. ως… …
93κολαστής — ο, θηλ. κολάστρια (AM κολαστής) [κολάζω] 1. αυτός που τιμωρεί κάποιον, τιμωρός, παιδευτής («oἱ τῶν ἀδικούντων κολασταί», Λυσ.) 2. βασανιστής νεοελλ. αυτός που παρασύρει σε αμαρτία, αυτός που προκαλεί το κόλασμα, το αμάρτημα …
94κοσμογονία — Το σύνολο των μύθων και των παραδόσεων που ερμηνεύουν την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου. Η έννοια της κ. δεν αντιστοιχεί πάντοτε στην έννοια της δημιουργίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις περιγράφεται ως μεταμόρφωση μιας αδιαφοροποίητης… …
95κριματίζω — (Μ κριματίζω) [κρίμα] 1. ενεργ. κάνω κάποιον να αμαρτήσει, κολάζω κάποιον 2. μέσ. κριματίζομαι αμαρτάνω, πέφτω σε αμαρτία, κολάζομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κριματισμένος, η, ον αμαρτωλός …
96κόλασμα — το (Α κόλασμα) [κολάζω] νεοελλ. 1. αυτό που γίνεται για επανόρθωση κακής εντύπωσης 2. παρακίνηση σε αμαρτία, αμάρτημα, πονηρή σκέψη, σκανδάλισμα, πειρασμός αρχ. κολασμός, τιμωρία («κόλασμα τοῑς κακοῑς ἐγίγνετο», Κριτί.) …
97μαγαρισιά — η (Μ μαγαρισιά) 1. μόλυνση, ρύπανση, μαγάρισμα 2. ρύπος, κόπρος, ακαθαρσία, αποπάτημα 3. μιαρότητα, αμαρτία νεοελλ. μτφ. κλοπή αντικειμένων τού σπιτιού από ξένους ή οικείους την οποία διαισθάνεται κάποιος ότι έγινε επειδή συμβαίνουν διάφορα… …
98ος — (I) η, ο (ΑΜ ὅς, ἥ, ὅ, Α αρσ. και ὃ) (αναφ. αντων.) 1. ο οποίος (α. «ο περί ου ο λόγος» αυτός για τον οποίο μιλάμε β. «φίλον θάλος, ὃν τέκον αὐτή», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. α) «καθ ο», «καθ α» και, με συντμ., «καθό», «καθά» i) λόγω τού ότι ii) ακριβώς… …
99οφείλημα — το (ΑΜ ὀφείλημα) [οφείλω] 1. οφειλή, χρέος («ἀλλ ὡς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων», Θουκ.) 2. (στην Κυριακή προσευχή) αμαρτία («καὶ ἄφες ἡμῑν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶν») …
100πελαγιανισμός — Χριστιανική αίρεση, που εμφανίστηκε στη Δύση και πήρε το όνομά της από τον Άγγλο μοναχό Πελάγιο (περ. ; 354 – περ. ; 427), ο οποίος φτάνοντας στη Ρώμη στα τέλη του 4ου αι. άρχισε να διαδίδει τη διδασκαλία του με θεολογικά συγγράμματα, μεταξύ των… …