ᾶμαρτία

  • 61άκανθα — Το αγκάθι, βελονοειδές έκφυμα των φυτών. Με το ίδιο όνομα υπάρχει και θάμνος που αριθμεί τρεις ποικιλίες, ά. η βασιλική, ά. η ινδική και ά. η αραβική καθώς και ένα δέντρο ιθαγενές της Αιγύπτου, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ά. η αιγύπτια. Ά …

    Dictionary of Greek

  • 62άτη — I Θεότητα, προσωποποίηση του ασυγκράτητου πάθους, που προκαλούσε αποστροφή σε θεούς και ανθρώπους, κόρη του Δία και της Έριδας. Η Ά. προκάλεσε παρεξήγηση μεταξύ Αγαμέμνονα και Αχιλλέα, καθώς και μεταξύ Οδυσσέα και Αίαντα. Αυτή παρέσυρε την Ελένη… …

    Dictionary of Greek

  • 63ήμαρτον — (AM ἥμαρτον) νεοελλ. (ως επιφών.) 1. έσφαλα, αναγνωρίζω το αμάρτημά μου, συγχώρεσέ με, έλεος 2. φρ. «ήμαρτον, Θεέ μου!» ή «ήμαρτον, Παναγία μου!» α) αναφώνηση ανθρώπου που βλαστήμησε ή σκέφθηκε κάτι κακό και μετανοεί β) επιφώνηση αγανάκτησης ή… …

    Dictionary of Greek

  • 64αγάπη — (θρησκ.).Στον χριστιανισμό, αρετή που ρυθμίζει έτσι τις σχέσεις των ανθρώπων, ώστε ο οποιοσδήποτε πλησίον να θεωρείται ως ο ίδιος ο εαυτός μας. Η έννοια της α. προϋπήρχε του χριστιανισμού, αλλά ο χριστιανισμός την ολοκλήρωσε διδάσκοντας τη θετική …

    Dictionary of Greek

  • 65αλληγορία — Ο λεκτικός τρόπος που χρησιμοποιεί κάποιος όταν κάνει μεγάλες και τολμηρές μεταφορές αποσκοπώντας στη δημιουργία της εντύπωσης ότι εκείνα που λέει είναι διαφορετικά από εκείνα που σκέπτεται: Μη γεύεσθαι μελανούρων («μη μιλάτε στους κακούς… …

    Dictionary of Greek

  • 66αμάρτιον — ἁμάρτιον, το (Α) [ἁμαρτάνω] (συνήθως στον πληθυντικό) τά ἁμάρτια αμαρτήματα …

    Dictionary of Greek

  • 67αμαρτάς — ἁμαρτάς ( άδος), η (Α) [αμαρτάνω] 1. πλάνη, σφάλμα, λάθος 2. παράβαση τού θείου νόμου, αμαρτία …

    Dictionary of Greek

  • 68αμαρτεύω — (Μ ἁμαρτεύω) [ἁμαρτάνω] παραβαίνω τον θείο νόμο, κάνω αμαρτία νεοελλ. υποπίπτω σε σαρκικό αμάρτημα, συνουσιάζομαι …

    Dictionary of Greek

  • 69αμαρτωλή — ἁμαρτωλή, η (Α) η αμαρτία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτάνω. ΠΑΡ. ἁμαρτωλός αρχ. ἁμαρτωλία] …

    Dictionary of Greek

  • 70αμαρτωλία — ἁμαρτωλία, η (Α) [ἁμαρτωλή] αμαρτία, αμάρτημα …

    Dictionary of Greek