ᾶμαρτία

  • 21Christian theology — The Prophetess Anna, Rembrandt, 1631 See also: History of Christian theology and Outline of Christian theology Christian doctrine redirects here. For the United States Court case known by that name, see G.L. Christian and associates v. US.… …

    Wikipedia

  • 22Auf Messers Schneide stehen — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· 2 Νενίκηκά σε Σολομῶν …

    Deutsch Wikipedia

  • 23Liste griechischer Phrasen/Ny — Ny Inhaltsverzeichnis 1 Ναὶ ναί, οὒ οὔ· …

    Deutsch Wikipedia

  • 24Confession inscriptions of Lydia and Phrygia — are Roman era Koine Greek religious steles from these historical regions of Anatolia (then part of Asia and Galatia provinces), dating mostly to the 2nd and 3rd centuries. They have provoked less discussion than one would expect. The new element… …

    Wikipedia

  • 25εξομολόγηση — Θρησκευτική πράξη, που σκοπεύει στην εξάλειψη της αμαρτίας ή του σφάλματος. Συναντάται σε τελείως διαφορετικές εποχές (αρχαίους, σύγχρονους και πρωτόγονους πολιτισμούς) και με τις πιο ποικίλες μορφές. Η ε. μπορεί να τελεστεί δημόσια είτε ιδιωτικά …

    Dictionary of Greek

  • 26μίασμα — το (ΑΜ μίασμα) [μιαίνω] 1. το αποτέλεσμα τού μιαίνω, μόλυσμα, ρύπος («μὴ μίασμα τών φυτευσάντων λάβῃς», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) ο ηθικά επιζήμιος για τον περίγυρό του («μίασμα χώρας... ἐλαύνειν», Σοφ.) 3. (γενικά) έμβιος ή άβιος νοσογόνος παράγοντας …

    Dictionary of Greek

  • 27πειρασμός — Η επιθυμία να κάνει κάτι κάποιος το οποίο αποδοκιμάζει. Η έμφυτη ορμή προς κάτι κακό. Ο διάβολος, ο Σατανάς. Χαρακτηριστικό γυναίκας που προκαλεί ερωτική επιθυμία (μεταφορ.). Η χριστιανική θρησκεία θεωρεί τον π. απότοκο του προπατορικού… …

    Dictionary of Greek

  • 28σώζω — σῴζω, ΝΜΑ, και σώνω Ν, και σώω και επικ. τ. σαόω, Α 1. διατηρώ κάποιον ή κάτι σώο, απαλλάσσω από κίνδυνο, από φθορά, από καταστροφή, από θάνατο, διασώζω, περισώζω, γλυτώνω (α. «τόν έσωσε η έγκαιρη εγχείρηση» β. «οι πυροσβέστες έσωσαν όλους τους… …

    Dictionary of Greek

  • 29προπατορικό αμάρτημα — Έτσι χαρακτηρίζεται από την εβραϊκή και από τη χριστιανική θρησκεία η παράβαση του θελήματος του Θεού από τους πρωτοπλάστους. Η παράβαση εκείνη είχε ως αποτέλεσμα να απομακρυνθούν, κατά την Παλαιά Διαθήκη, οι πρωτόπλαστοι από τον παράδεισο και να …

    Dictionary of Greek

  • 30ИИСУС ХРИСТОС — [греч. ᾿Ιησοῦς Χριστός], Сын Божий, Бог, явившийся во плоти (1 Тим 3. 16), взявший на Себя грех человека, Своей жертвенной смертью сделавший возможным его спасение. В НЗ Он именуется Христом, или Мессией (Χριστός, Μεσσίας), Сыном (υἱός), Сыном… …

    Православная энциклопедия