ᾶμαρτία
111ρυπαροδίαιτος — ον, Μ εκκλ. αυτός που κάνει βρόμικη, ανήθικη ζωή, ο βουτηγμένος στην αμαρτία, ο ρυπαρόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυπαρός + δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο δίαιτος] …
112ρυπαρώδης — ῶδες, Μ [ῥυπαρός] 1. γεμάτος ακαθαρσία, ρυπαρός, βρόμικος 2. μτφ. εκκλ. ο βουτηγμένος στην αμαρτία …
113ρυπώ — (I) (ῥυπῶ) άω, ΜΑ, και επικ. τ. ῥυπόω Α [ῥύπος] μσν. (το αρσ. τής μτχ. στον πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ ῥυπῶντες μοναχοί τού 19ου αιώνα οι οποίοι ουδέποτε πλένονταν, επειδή θεωρούσαν ως αμαρτία κάθε περιποίηση τού σώματος αρχ. (αμτβ.) 1.… …
114ρυπώδης — ῶδες, ΜΑ [ῥύπος] γεμάτος ακαθαρσίες, ρυπαρός μσν. μτφ. εκκλ. βουτηγμένος στην αμαρτία …
115σαρκικός — ή, ό / σαρκικός, ή, όν, ΝΜΑ [σάρξ, σαρκός] 1. αυτός που αποτελείται από σάρκα, ο σάρκινος 2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σάρκα, δηλαδή στην υλική υπόσταση τού ανθρώπου, σε αντιδιαστολή προς το πνεύμα και την ψυχή, ο σωματικός (α. «σαρκικός …
116σεϊτάνης — ο, Ν 1. διάβολος, σατανάς 2. το πνεύμα τού κακού που οδηγεί τους ανθρώπους στην αμαρτία 3. πονηρός άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. şeytan] …
117σκέλισις — ίσεως, ἡ, Μ [σκελίζω] μτφ. (σχετικά με αμαρτία) πτώση …
118σκανδαλισμός — ὁ, Μ [σκανδαλίζω] 1. πτώση σε πειρασμό, αμαρτία 2. ψυχική διαταραχή …
119στοιχείο — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …
120στοιχειό — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …