ᾶμαρτία

  • 101περιαμαρτίζω — Α προσφέρω εξιλαστήρια θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἁμαρτία] …

    Dictionary of Greek

  • 102πλακία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀμπλακία, ἁμαρτία». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ἀμπλακία «σφάλμα, πλάνη, αμάρτημα»] …

    Dictionary of Greek

  • 103πλανώ — πλανῶ, άω, ΝΜΑ 1. περιφέρω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. μτφ. εκτρέπω κάποιον από την ορθή οδό, δημιουργώ ψευδή αντίληψη, εξαπατώ, ξεγελώ (α. «δε μέ πλανούν τα λόγια σου / και πλιο πικρά ακόμα», Κρυστ. β. «ἆρ ἔστιν; ἆρ οὐκ ἔστιν; ἤ γνώμη πλανᾷ»,… …

    Dictionary of Greek

  • 104πλημμέλησις — ήσεως, ἡ, Α [πλημμελώ] αμαρτία …

    Dictionary of Greek

  • 105πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… …

    Dictionary of Greek

  • 106προκριματίζω — Μ 1. ανακρίνω 2. παθ. προκριματίζομαι τιμωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ενεργ. τ. προκριματίζω < πρόκριμα, ατος, ενώ ο παθ. τ. προκριματίζομαι < προ * + κριματίζομαι (< κρίμα «σφάλμα, αμαρτία»)] …

    Dictionary of Greek

  • 107προπατορικός — ή, ό / προπατορικός, ή, όν, ΝΜΑ [προπάτωρ, ορος] 1. αυτός που αναφέρεται στους προπάτορες, στους μακρινούς προγόνους (α. «προπατορική κληρονομιά» β. «προπατορικόν αποτιννύων χρέος», Βαλσ.) 2. φρ. «προπατορικό(ν) αμάρτημα» ή «προπατορική αμαρτία»… …

    Dictionary of Greek

  • 108προπταίω — Α υποπίπτω σε σφάλμα ή σε αμαρτία προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + πταίω «αμαρτάνω»] …

    Dictionary of Greek

  • 109πρόσκομμα — όμματος, το, ΝΑ [προσκόπτω] 1. καθετί πάνω στο οποίο προσκρούει ή σκοντάφτει κανείς, εμπόδιο, κώλυμα (α. «η αντιπολίτευση προβάλλει προσκόμματα στο έργο τής κυβέρνησης» β. «καὶ οὐχ ὡς λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε», ΠΔ.) αρχ. 1. εκκλ. αφορμή για …

    Dictionary of Greek

  • 110πτερορρύηση — η / πτερορρύησις, ήσεως, ΝΑ [πτερορρυῶ] η πτώση τού φτερώματος πτηνού και η αντικατάστασή του με νέο, αλλ. πτερόρροια αρχ. μτφ. η πτώση στο κακό και στην αμαρτία, η οποία προκάλεσε την πτώση τής ψυχής στο σώμα, σύμφωνα με την πλατωνική θεωρία …

    Dictionary of Greek