ᾶμαρτία
11ἁμαρτίαις — ἁμαρτία a failure fem dat pl …
12ἁμαρτίαισι — ἁμαρτία a failure fem dat pl (epic ionic aeolic) …
13ἁμαρτίη — ἁμαρτία a failure fem nom/voc sg (epic ionic) …
14ἁμαρτίην — ἁμαρτία a failure fem acc sg (epic ionic) …
15ἁμαρτίης — ἁμαρτία a failure fem gen sg (epic ionic) …
16Original sin — For other uses, see Original Sin (disambiguation). Original sin[1] is, according to a theological doctrine, humanity s state of sin resulting from the Fall of Man.[2] This condition has been characterized in many ways, ranging from something as… …
17Ancestral sin — ( el. προπατορική αμαρτία or el. προπατορικό αμάρτημα, more rarely el. προγονική αμαρτία) is the object of a Christian doctrine taught by the Eastern Orthodox Church. Some identify it as inclination towards sin, a heritage from the sin of our… …
18ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …
19κρίμα — το (AM κρῑμα) ηθικό παράπτωμα, αμαρτία, ανόμημα (α. «είναι ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῡ διαβόλου», ΚΔ) νεοελλ. 1. αδικία, άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, κρίμα μεγάλον έχεις», Ερωτόκρ. β. «δεν είναι κρίμα κι …
20ἁμαρτί' — ἁμαρτίαι , ἁμαρτία a failure fem nom/voc pl ἁμαρτίᾱͅ , ἁμαρτία a failure fem dat sg (attic doric aeolic) …