ᾱσωπόδωρος
1Ἀσωπόδωρος — masc nom sg …
2Ασωπόδωρος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αγαλματοποιός από το Άργος (6ος αι. π.Χ.), μαθητής του Αγελάδα και συμμαθητής του Πολύκλειτου. Συνεργάστηκε με τον Αθηνόδωρο και τον Αργειάδη στην κατασκευή χάλκινων ανδριάντων που προσέφερε ως αναθήματα στο ιερό της… …
3Ἀσωποδώρου — Ἀσωπόδωρος masc gen sg …
4Ἀσωπόδωρον — Ἀσωπόδωρος masc acc sg …