ᾰῐω

  • 41αΐτας — ἀίτας, ο (θηλ. ἀῑτις, ιδος) (Α) (λέξη τής δωρικής διαλέκτου που στον Θεόκριτο, 12, 14, εμφανίζεται με τον τύπο αἴτης, ο) 1. ο νέος που αγαπιέται, ο ερωμένος, σε αντίθεση προς το εἰσπνήλας ή εἴσπνηλος (= αυτός που αγαπά, ο ερωτευμένος, ο ερών) 2.… …

    Dictionary of Greek

  • 42αισθάνομαι — (Α αἰσθάνομαι και αἴσθομαι) 1. αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου, νιώθω 2. γνωρίζω καλά κάτι, έχω συνείδηση, συνειδητοποιώ νεοελλ. 1. διαισθάνομαι, προαισθάνομαι, υποπτεύομαι 2. διατηρώ τις αισθήσεις μου, έχω πλήρη συνείδηση τού έξω κόσμου 3.… …

    Dictionary of Greek

  • 43αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… …

    Dictionary of Greek

  • 44ακούω — (Α ἀκούω) (νεοελλ. και ακούγω) 1. έχω την αίσθηση τής ακοής, αντιλαμβάνομαι με το αισθητήριο τής ακοής 2. αντιλαμβάνομαι κάτι με το αφτί, φθάνει στα αφτιά μου κάποιος ήχος 3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι άμεσα ή έμμεσα, γνωρίζω, «φθάνει κάτι στ’… …

    Dictionary of Greek

  • 45επαΐω — (Α ἐπαΐω και συνηρ. ἐπᾴω) νεοελλ. αρχ. η μτχ. επαΐων, επαΐοντες οι επιστημονικά καταρτισμένοι σ έναν τομέα, οι ειδικοί, οι γνώστες, οι ειδήμονες αρχ. 1. ακούω με προσοχή, επακούω («κυνοθρασεῑς θεῶν ἐπαΐοντες οὐδέν», Αισχύλ.) 2. αντιλαμβάνομαι,… …

    Dictionary of Greek

  • 46κεραίω — (Α) αναμιγνύω («ζωρότερον δὲ κέραιε» ανακάτεψε το κρασί με λιγότερο νερό, Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος επικ. τ. τού κεράννυμι κατά τα ρ. σε αίω] …

    Dictionary of Greek

  • 47λαγαίω — (Α) επιγρ. απαλλάσσω, απολύω, αφήνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαγαίω προήλθε από θ. λαγ + κατάλ. αίω (κατά το κεραίω, ἀγαίομαι), ενώ ο αόρ. λαγάσαι σχηματίστηκε κατά το συνών. χαλάσαι. Το θ. λαγ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)lәg τής ΙΕ ρίζας (s)lēg… …

    Dictionary of Greek

  • 48οΐω — ὀΐω (Α) (αιολ. τ.) αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. τ. τού ρ. ἀΐω (Ι) «ακούω»] …

    Dictionary of Greek

  • 49ολισθαίνω — (ΑΜ ὀλισθάνω και ὀλισθαίνω) 1. μετακινούμαι ακούσια σε κατωφέρεια ή σε λεία επιφάνεια, κυλίομαι, γλιστρώ («ἔνθ Αἴας μὲν ὄλισθε θέων», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. πέφτω σε ηθικό παράπτωμα ή σε σφάλμα αρχ. 1. παρασύρομαι σε χαμηλότερο σημείο ή καταπίπτω… …

    Dictionary of Greek

  • 50καταπαιομένη — καταπαϊομένη , κατά , ἀπό ἀίω 1 perceive pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) κατά παίω 1 strike pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) κατά παίω 2 strike pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)