ᾰφᾰρ
11άφνου — (Μ ἄφνου, Α ἄφνω και ἄφνως) επίρρ. ξαφνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άφνω πιθ. < οργανική πτώση ονοματικού θέματος σε r / n (πρβλ. άφαρ), ενώ ο συσχετισμός του με το ρ. άπτω είναι αβάσιμος. Ο τ. άφνως σχηματίστηκε με το επιρρηματικό s κατά τα ούτως,… …
12αίφνης — επίρρ. (Α αἴφνης) ξαφνικά, έξαφνα, αιφνιδίως νεοελλ. απροσδόκητα, ανέλπιστα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ., που απαντά παλαιότερα και συνηθέστερα με τη μορφή τού συνθ. εξ αίφνης, τόσο μορφολογικά όσο και από πλευράς σημασίας, φαίνεται να συνδέεται προς τα… …
13αφάρτερος — ἀφάρτερος, α, ον (Α) [ἄφαρ] γρηγορότερος, περισσότερα ευκίνητος …
14αφαρεί — ἀφαρεί και ἀφαρί επίρρ. (Μ) [άφαρ] γρήγορα, αμέσως …
15εξαπίνης — (Α ἐξαπίνης και δωρ. και αιολ. τ. ἐξαπίνας) ξαφνικά, αιφνίδια, απροσδόκητα, απρόβλεπτα («θῆρε δύω... ἐλθόντ ἐξαπίνης», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει όμοιο σχηματισμό με το επίρρημα εξαίφνης, ενώ η ετυμολογική σύνδεσή του με… …
16τελέθω — Α 1. γίνομαι, υφίσταμαι, υπάρχω («ἵνα ἄρνες ἄφαρ κεραοὶ τελέθουσι», Ομ. Οδ.) 2. μέσ. τελέθομαι γίνομαι, καθίσταμαι («ὀπίσω δὲ θεοὶ τελέθονται»). [ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος ενεστ., παράγωγος τού ρ. τέλομαι*, με ενεστωτικό επίθημα έ θω (πρβλ. θαλέθω: θάλλω,… …
17Σομαλοί — Πληθυσμοί της Αν. Αφρικής, εγκατεστημένοι σε μια μεγάλη περιοχή του αιθιοπικού οροπέδιου. Άραβες γεωγράφοι πιστοποιούν την παρουσία Σ. νομάδων, με τις καμήλες τους και τα γίδια τους, στις όχθες του κόλπου του Άντεν κατά το Μεσαίωνα, γύρω στο 15o… …
18χαμιτο-σημιτικές γλώσσες — Η γλωσσική αυτή οικογένεια περιλαμβάνει 4 γλωσσικές ομάδες: τη σημιτική, την αιγυπτιακή, τη λιβυκο βερβερική και την κουχιτική. Από τις ομάδες αυτές οι 3 τελευταίες δηλώνονται συνήθως με την κοινή ονομασία χαμιτικές γλώσσες. Αν και, αντίθετα από… …
19Ώπος — Επώνυμο δύο Βυζαντινών στρατηγών. 1. Κωνσταντίνος. Διετέλεσε στρατηγός στα χρόνια του αυτοκράτορα Αλεξίου A’ Κομνηνού (1081 1118) και μάλιστα αρχηγός της βασιλικής σωματοφυλακής. Διακρίθηκε στον πόλεμο εναντίον των Νορμανδών και στην εκστρατεία… …
20abh- (*hebh-) — abh (*hebh ) English meaning: quick, abrupt Deutsche Übersetzung: “rasch, heftig” Note: alter r/n stem Material: Gk. ἄφαρ “straightway, forthwith, at once, quickly, presently“ (old abstract noun “quickness”), for what,… …
- 1
- 2