ᾰπᾰτερθε
1απάτερθε(ν) — ἀπάτερθε(ν) επίρρ. (Α) 1. χωριστά, χώρια 2. μακριά από κάτι ή κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + άτερθε(ν) «χωριστά, μακριά»] …
2ἀπάτερθε — apart indeclform (adverb) …
3ἀπάτερθεν — ἀπάτερθε apart indeclform (adverb) …
1απάτερθε(ν) — ἀπάτερθε(ν) επίρρ. (Α) 1. χωριστά, χώρια 2. μακριά από κάτι ή κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + άτερθε(ν) «χωριστά, μακριά»] …
2ἀπάτερθε — apart indeclform (adverb) …
3ἀπάτερθεν — ἀπάτερθε apart indeclform (adverb) …