ᾰπροσόρᾱτος
1απροσόρατος — ἀπροσόρατος, ον (Α) [προσορώ] αυτός τον οποίο δεν τολμά κανείς να δει, φοβερός …
2ἀπροσόρατον — ἀπροσόρατος not to be looked on masc/fem acc sg ἀπροσόρατος not to be looked on neut nom/voc/acc sg …
3ἀπροσόρατοι — ἀπροσόρατος not to be looked on masc/fem nom/voc pl …