ᾰμελξις
1ἀμέλξεις — ἄμελξις milking fem nom/voc pl (attic epic) ἄμελξις milking fem nom/acc pl (attic) ἀμέλγω milk aor subj act 2nd sg (epic) ἀμέλγω milk fut ind act 2nd sg …
2ἄμελξιν — ἄμελξις milking fem acc sg …
3άμελξη — η (Α ἄμελξις) [ἀμέλγω] τεχνητή αφαίρεση τού γάλακτος από τους μαστούς, άρμεγμα …
4αμέλγω — ἀμέλγω (Α) (ενεργ. και μέσ. στις ίδιες σημασίες) 1. τραβώ το γάλα από τους μαστούς, αρμέγω 2. απομυζώ, γυμνώνω, εκμεταλλεύομαι κάποιον 3. πίνω βυζαχτά, εκμυζώ, ρουφώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ρηματικός τ. με συχνή χρήση, γνωστός ήδη από τον Όμηρο.… …
5ἀμέλξεως — ἀμέλξεω̆ς , ἄμελξις milking fem gen sg (attic) …