ᾰλώπηξ
1ἀλώπηξ — fox masc/fem nom sg …
2αλώπηξ — (Αστρον.). Αστερισμός που αποτελείται από πολλούς αμυδρούς αστέρες. Ο αστερισμός αυτός βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς Βέλος και Κύκνος. Από τους αστέρες του ο 8ος, που βρίσκεται στα νότια του Β του Κύκνου, είναι διπλός και αποτελείται από… …
3Ἀλώπηξ διαφυγοῦσα πάγας, αὖθις οὐχ ἁλίσκεται. — См. Старого воробья на мякине не обманешь …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
4Γέρων ἀλώπηξ οὐκ ἀλέσκεται. — (πάγη). См. Старого воробья на мякине не обманешь …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
5Κερδαλέη ἀλωπηξ. — κερδαλέη ἀλωπηξ. См. Волк в овечьей шубе …
Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
6ἀλωπέκων — ἀλώπηξ fox masc/fem gen pl …
7ἀλωπήκεσσι — ἀλώπηξ fox masc/fem dat pl (epic aeolic) …
8ἀλώπεκα — ἀλώπηξ fox masc/fem acc sg …
9ἀλώπεκας — ἀλώπηξ fox masc/fem acc pl …
10ἀλώπεκες — ἀλώπηξ fox masc/fem nom/voc pl …