ᾰκᾰμαντολόγχας
1ακαμαντολόγχας — ἀκαμαντολόγχας και ἀκαμαντολόγχης, ο (Α) ο ακάματος, ο ακούραστος στον αγώνα με λόγχη και στον πόλεμο γενικότερα, πολεμόχαρος, πολεμικός «ἀκαμαντολογχᾱν Σπαρτῶν» (Πινδ. Ίσθμ. 7, 10). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκάμας αντος + λόγχη] …
2ακάμας — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θησέα και της Φαίδρας. Σύμφωνα με μύθους μεταγενέστερους του Ομήρου, έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον της Τροίας και ήταν ένας από τους πρεσβευτές των Ελλήνων που στάλθηκαν να ζητήσουν την Ωραία Ελένη… …