ᾰγν-

  • 1ἅγν' — ἁγνά , ἁγνός pure neut nom/voc/acc pl ἁγνά̱ , ἁγνός pure fem nom/voc/acc dual ἁγνά̱ , ἁγνός pure fem nom/voc sg (doric aeolic) ἁγνέ , ἁγνός pure masc voc sg ἁγναί , ἁγνός pure fem nom/voc pl …

    Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 2ιερωστί — ἱερωστί και ιων. τ. ἱρωστί (Α) επίρρ. με ιερό τρόπο, ιερά, όσια, με ευσέβεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός (πρβλ. αγν ωστί, νε ωστί, ταχε ωστί] …

    Dictionary of Greek

  • 3ναξος — I Νησί των Κυκλάδων, το μεγαλύτερο σε έκταση (428 τ. χλμ.) Α της Πάρου και Ν της Δήλου και της Μυκόνου. Διοικητικά αποτελεί επαρχία του νομού Κυκλάδων. Έχει ωοειδές σχήμα και λίγο διαμελισμένες ακτές, το ανάγλυφό της διαμορφώνεται από μια βασική… …

    Dictionary of Greek